Γεννημένος στο Denver το 1979, ακολούθησε από τα έξι του αυστηρά μαθήματα πιάνου και σύνθεσης, μοιράζοντας τον χρόνο του ανάμεσα στις αίθουσες συναυλιών και τα clubs και γράφοντας μουσική για multimedia art shows και ομάδες χορού. Κάνει remixes για τους Beirut (A Sunday Smile), Castanets (This Is The Early Game), Radiohead (Nude), My Brightest Diamond (Inside A Boy) και κάποια στιγμή αποφασίζει να μεταμορφωθεί ολοκληρωτικά. Έτσι, τον Φεβρουάριο του 2008 και μέσω της Anticon, παρουσιάζει ως Son Lux το ντεμπούτο album του.
O Lott ανακατεύει με περίτεχνο τρόπο trip-hop στοιχεία (όπως η εισαγωγή του Stay που παραπέμπει σε πρώιμους Portishead), κατακερματισμένα samples, αναδομημένους περιβαλλοντικούς ήχους, ρυθμικά στοιχεία που θυμίζουν Radiohead και διακριτικά φωνητικά, τα τοποθετεί σε ένα περιβάλλον ηλεκτρονικής συμφωνικής ορχήστρας και τα ενορχηστρώνει με έναν baroque τρόπο, έντονα επηρρεασμένο από τους minimal ύμνους των Arvo Part και Henryk Gorecki.
Θα μπορούσε να χαθεί κανείς σ’ αυτό το μουσικό χάος ασύνδετων στοιχείων. Η ομορφιά όμως της μουσικής του Son Lux βρίσκεται στον τρόπο με τον οποίο χειρίζεται το χάος αυτό, καταφέρνοντας να το οδηγήσει από το τίποτα και το minimal στο μεγαλειώδες, μέσα από τις συνεχείς αντιθέσεις.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα, το Break - ίσως η κορυφαία στιγμή του δίσκου - όπου ο συνδυασμός του προστακτικού τίτλου, των έντονων και φοβιστικών ηλεκτρονικών beats και των επεξεργασμένων ήχων του μανιασμένου πλήθους συγκρούονται με το κλασικό background, την ψιθυριστά σπαρακτική φωνή και το αιθέριο πιάνο.
Αυτή την φόρμουλα ακολουθεί ο Lott και στα υπόλοιπα κομμάτια, πετυχαίνοντας τον στόχο του. Να σε παρασύρει σε μια δίνη που οδηγεί σε έναν ψηφιακό κόσμο όπου τα πάντα λειτουργούν μοιραία μέσα σε μια αέναη μάχη ανάμεσα στο χάος και τη γαλήνη.