9 Ιουνίου 2008

Son Lux - At War With Walls & Mazes

Ο Ryan Lott ανήκει στην κατηγορία εκείνη των αγαπημένων μου μουσικών αλχημιστών, που καταφέρνουν να υποτάξουν το κλασικό τους υπόβαθρο και αναμειγνύοντάς το με μυριάδες άλλα μουσικά είδη και στοιχεία, αποδεικνύουν πως η καλή electronica και ο πειραματισμός γενικότερα, είναι τέχνη.

Γεννημένος στο Denver το 1979, ακολούθησε από τα έξι του αυστηρά μαθήματα πιάνου και σύνθεσης, μοιράζοντας τον χρόνο του ανάμεσα στις αίθουσες συναυλιών και τα clubs και γράφοντας μουσική για multimedia art shows και ομάδες χορού. Κάνει remixes για τους Beirut (A Sunday Smile), Castanets (This Is The Early Game), Radiohead (Nude), My Brightest Diamond (Inside A Boy) και κάποια στιγμή αποφασίζει να μεταμορφωθεί ολοκληρωτικά. Έτσι, τον Φεβρουάριο του 2008 και μέσω της Anticon, παρουσιάζει ως Son Lux το ντεμπούτο album του.

O Lott ανακατεύει με περίτεχνο τρόπο trip-hop στοιχεία (όπως η εισαγωγή του Stay που παραπέμπει σε πρώιμους Portishead), κατακερματισμένα samples, αναδομημένους περιβαλλοντικούς ήχους, ρυθμικά στοιχεία που θυμίζουν Radiohead και διακριτικά φωνητικά, τα τοποθετεί σε ένα περιβάλλον ηλεκτρονικής συμφωνικής ορχήστρας και τα ενορχηστρώνει με έναν baroque τρόπο, έντονα επηρρεασμένο από τους minimal ύμνους των Arvo Part και Henryk Gorecki.

Θα μπορούσε να χαθεί κανείς σ’ αυτό το μουσικό χάος ασύνδετων στοιχείων. Η ομορφιά όμως της μουσικής του Son Lux βρίσκεται στον τρόπο με τον οποίο χειρίζεται το χάος αυτό, καταφέρνοντας να το οδηγήσει από το τίποτα και το minimal στο μεγαλειώδες, μέσα από τις συνεχείς αντιθέσεις.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα, το Break - ίσως η κορυφαία στιγμή του δίσκου - όπου ο συνδυασμός του προστακτικού τίτλου, των έντονων και φοβιστικών ηλεκτρονικών beats και των επεξεργασμένων ήχων του μανιασμένου πλήθους συγκρούονται με το κλασικό background, την ψιθυριστά σπαρακτική φωνή και το αιθέριο πιάνο.

Αυτή την φόρμουλα ακολουθεί ο Lott και στα υπόλοιπα κομμάτια, πετυχαίνοντας τον στόχο του. Να σε παρασύρει σε μια δίνη που οδηγεί σε έναν ψηφιακό κόσμο όπου τα πάντα λειτουργούν μοιραία μέσα σε μια αέναη μάχη ανάμεσα στο χάος και τη γαλήνη.
Anticon, 2008
Read rest of entry

Ann Gaytan - Emoi

Φαντάσου πως κάθεσαι και χαζεύεις ένα τεράστιο και πολύχρωμο βιτρώ, αποτελούμενο από πολλά και τελείως διαφορετικά μεταξύ τους κομμάτια. Τα χρώματά του είναι τόσο φωτεινά, που όταν τα διαπερνά ο ήλιος σχεδόν τυφλώνεσαι.

Άνθη λεμονιάς σε γαλάζιο και βιολετί φόντο και πουλιά που βουτούν σε αόρατα λιβάδια (Irreelles) ανακατεύονται με αχνά σύννεφα (J' aimerais), ενώ κάπου πιο πάνω, το τοπίο γίνεται κόκκινο από το αίμα, πορεία της μοναχικής ψυχής μέσα από λύκους και θηρία (Pas Bo, Voyou Voyou). Ύστερα άσπρο, διάφανο καθαρό γυαλί...γαλήνη και προσευχή ( Ave, Stabat Mater).

Δεν κρατάει για πολύ όμως. Μια δυνατή κραυγή έρχεται και κάνει το γυαλί χίλια κομμάτια. Έχοντας συνεργαστεί με ονόματα όπως οι Marcel Moreau, Mauranne, Vaya Con Dios, Nina Hagen , Leo Ferre, Tambours de Brazza, Rokia Traore, κ.α. η βελγίδα Ann Gaytan, χρησιμοποιεί τη γαλλική γλώσσα για να φτιάξει τραγούδια γεμάτα ποιητική μελαγχολία και λυρισμό, που άλλοτε εκφράζουν ντελικάτα και τρυφερά συναισθήματα (J'aimerais) κι άλλοτε γίνονται βίαια κι επιθετικά εκφράζοντας αποτροπιασμό και αγωνία (Et...la, Irreelles, Emoi). Οι λέξεις είναι ανάγλυφες και δυνατές. Εντυπώνονται, σοκάροντας κάποιες φορές. Και βέβαια, η φωνή της Ann, που σαν πολύτιμο πετράδι, διαυγές και συμπαγές, τραγουδάει, ψιθυρίζει, μιλάει, κλαίει, είναι αυτή που σε θαμπώνει.

Συνεργός σε αυτό η μουσική, που μεταμφιέζεται κάθε φορά μέσα από έξυπνες ενορχηστρώσεις. Ο παιδικός ήχος του Voyou Voyou, σαν τα βαλσάκια των μουσικών κουτιών, δημιουργεί μια αλλόκοτη ατμόσφαιρα όταν συνδυάζεται με τα θηρία των στίχων .

Θέλω λέξεις απογυμνωμένες...χωρίς ιστορία...που θα ξυπνήσουν τις αισθήσεις μου...που δεν θα με βάλουν σε κλουβί...

Θλιμμένη παιδικότητα, θλιμμένο τσέλο, θλιμμένο βαλς το La Valse Des Mots. Ένας λιτός ύμνος το Stabat Mater, ενώ στο Ave, η Ann χρησιμοποεί τέσσερις γλώσσες κάνοντας όνειρα κόντρα σε μια μουντή πραγματικότητα. Το Irreelles είναι το πιο ενδιαφέρον ενορχηστρωτικά. Ανατολίτικα μοτίβα μιας βίαιης ποίησης συνδυάζονται με επίμονους ρυθμούς, παραδοσικά όργανα και ακραία φωνητικά. Σε παρόμοιο ύφος κινείται και το Pas Bo που κλείνει τον δίσκο, με τις άγριες δοξαριές στα τσέλα να συντροφεύουν το περήφανο ταξίδι της μοναχικής ψυχής.

Το Emoi είναι ένας δίσκος που δεν εξαντλείται στην πρώτη ακρόαση. Αν τα γαλλικά δεν σε τρομάζουν και είσαι έτοιμος να αφεθείς σε ένα ταραγμένο ταξίδι της καρδιάς και της ψυχής, προετοιμάσου...
Carbon 7, 2006
Read rest of entry

Monta - The Brilliant Masses

Μοιάζει πλέον ανώφελο να ανέβω το λόφο... δεν ανήκω σ' αυτή τη σκηνή, δεν ανήκω πουθενά... αλλά ακόμη κι όταν καταρρέουν τα πάντα, εσύ είσαι τα πάντα...

Ακόμη κι αν η φωνή του Monta (κατά κόσμον Tobias Kuhn) θυμίζει μελαγχολικό τοπίο, μια αχτίδα ελπίδας ξεπηδά από τα απαισιόδοξα τραγούδια του. Εξάλλου ποιός δεν θα' θελε να ξεκινά τη μέρα του ακούγοντας να του ψιθυρίζουν Good Morning Stranger ή να του τραγουδούν ένα φιλί για καληνύχτα (Kiss Goodnight) ;

Ηχογραφημένο μεταξύ Αυστρίας και Μονάχου, άλλοτε μόνο από τον ίδιο και άλλοτε έχοντας παρέα παλιούς φίλους, το Brilliant Masses αποτελεί τη δεύτερη δισκογραφική δουλειά του γερμανού Tobias Kuhn ως Monta. Πρώην τραγουδιστής και κιθαρίστας των Miles, εγκαινιάζει με τον δίσκο αυτό, τη συνεργασία του με τη βιεννέζικη Klein Records, γνωστής για τις ηλεκτρονικές της επιλογές.

Στα 11 τραγούδια του δίσκου, ο ήχος μεταβάλλεται ελάχιστα. Στίχοι που σε αιχμαλωτίζουν, ταξιδιάρικες και τεμπέλικες indie μελωδίες από γλυκά αργόσυρτες κιθάρες και μελαγχολικούς ρυθμούς στο πιάνο, τρυφερή και νωχελική pop ατμόσφαιρα, αποδεικνύουν πως ακόμη και το γκρίζο μπορεί να έχει πολλές ενδιαφέρουσες αποχρώσεις.

Από το ξεχωριστό Capitulate που ανοίγει τον δίσκο και κινείται σε πιο ενδιαφέροντα αρμονικά και ηχοχρωματικά μονοπάτια, στο φαινομενικά απλό αλλά επικίνδυνα ψυχαναλυτικό There's A Hole In Your Heart κι από τον πιο αισιόδοξο και εξωστρεφές Good Morning Stranger ως το Everything που με τη φωνή του Tobias να κινείται σε χαμηλότερες περιοχές, πετυχαίνει να αποδώσει όσο κανένα άλλο, με ένα απόλυτα μίνιμαλ τρόπο, τη μελαγχολία του δίσκου.

Θέματα όπως η μοναξιά, η αγάπη, η εμπιστοσύνη, η αμφιβολία, η απογοήτευση, ο συμβιβασμός, η διαρκής αναζήτηση, εμφανίζονται ξανά και ξανά, πακεταρισμένα σε διάφανες μελωδίες που τελικά επιτρέπουν στο φως να περάσει. Σαν μικροί καθρέφτες της ψυχής, τα τραγούδια του Brilliant Masses αποτελούν την ιδανική μουσική υπόκρουση για τις μελαγχολικές μέρες, που αναρωτιόμαστε γιατί όλα πάνε στραβά.

Δεν ξέρω αν θα λειτουργήσουν ψυχοθεραπευτικά...
Αξίζουν όμως να τους χαρίσουμε μια στιγμή...
Klein Records, 2007
Read rest of entry

Spyweirdos - Wetsound Orchestra

Μικρές σταγόνες νερού κυλάνε ανάμεσα σε συμπαγείς κρυστάλλινες μάζες. Περνάνε μέσα από ομιχλώδη και σκοτεινά ηχομονοπάτια αμυδρών τριξιμάτων, υπνωτιστικών βόμβων και λυρικών εγχόρδων για να συναντηθούν κάπου εκεί στο τέλος.

Αυτός είναι ο ηλεκτρονικός κόσμος του Spyweirdos ή Σπύρου Πολυχρονόπουλου, στο διπλό αυτό άλμπουμ. Μια ιδιαίτερα αξιόλογη κυκλοφορία, με εξαιρετική δουλειά στην παραγωγή και με τη συμμετοχή ονομάτων που έκαναν τα remixes στο δεύτερο cd, όπως οι Alva Noto, Funckarma, Gyro-Gyro, Peekay Tayloh, Traject, Mad EP, Octex, Ollie Olsen, Horchata, Fleischman και Murcof (που επιμελήθηκε το mastering του δίσκου).

Δέκα κομμάτια, άψογα δείγματα μιας ιδιόμορφης, σκοτεινής και ονειρικής electronica, που αν και σε κάποιες στιγμές μου θύμισαν τις Μεταστάσεις του Ι. Ξενάκη και το Poeme Electronique του E. Varese, τελικά με κέρδισαν με τον ιδιαίτερα αισθησιακό ήχο τους, ακροβατώντας μεταξύ ρομαντικού και απόκοσμου. Στοιχεία κατακερματισμένα και φαινομενικά ανεξάρτητα μεταξύ τους - clicks, διακριτικά beats, βόμβοι, κοφτερά breaks, τριξίματα, έγχορδα - αναπλάθονται και ενώνονται, σχηματίζοντας συμπαγείς μουσικές φόρμες και δίνοντας μια αίσθηση υγρής ρευστότητας.

Από το Fallen και το 3.5Εc που αναμειγνύουν απαλά έγχορδα με σκοτεινές ambient προσθήκες και χαλασμένους μικροήχους, το Innsbruck με το μουρμουρητό του τσέλου να ακούγεται μέσα από περιβαλλοντικούς βόμβους και απότομα breaks, το U που κινείται σε hip hop μονοπάτια με απότομα ρυθμικά ξεσπάσματα και καλυμμένους ήχους λέξεων, μέχρι το αργό και πανέμορφο Cellar με την αίσθηση της σταγόνας να τρέχει ανάμεσα από συστρεφόμενους ηλεκτρονικούς ήχους και ambient μελωδίες, το Wetsound Orchestra σου δίνει την αίσθηση πως στέκεσαι στο χείλος ενός ονείρου, έτοιμος να βουτήξεις...
Poeta Negra, 2006
Read rest of entry

5 Ιουνίου 2008

Rothko and Caroline Ros - a place between

Χρησιμοποιώντας τις χορδές του ηλεκτρικού μπάσου ως νήμα, ο Marc Beazley (ή αλλιώς Rothko), υφαίνει έναν μαγικό ιστό στο ‘A place between’. Το μπάσο είναι το βασικό όργανο του άλμπουμ. Στην πραγματικότητα οι Rothko δημιουργήθηκαν την άνοιξη του 1997, αρχικά ως bass trio. Το γκρουπ κυκλοφόρησε 3 άλμπουμ με την Lo Recordings και αρκετά singles με εταιρείες όπως οι Livid Meercat, Narwhal, Foundry, Kraak και Zeal Records.

Τον Ιούνιο του 2001 ο Marc Beazley, ιδρυτικό μέλος του γκρουπ, αποχώρησε από το σχήμα αλλά συνέχισε να φέρει το όνομα Rothko. Το πρώτο άλμπουμ που κυκλοφόρησε μετά την αποχώρησή του ήταν μια συνεργασία με τον Ιάπωνα ambient Susumu Yokota και την Lo Recordings. Το καλοκαίρι του 2003 δημιούργησε τη δική του δισκογραφική εταιρεία, την Trace Recordings, με πρώτη κυκλοφορία το άλμπουμ ‘Wish for a world without hurt’.

Τον Μάρτιο του 2005 ο Beazley συνεργάζεται με την Caroline Ross στο ‘A place between’.
Ένα άλμπουμ δομημένο πάνω στο μπάσο του Beazley, τη μαγική φωνή της Caroline Ross
και τη δεξιοτεχνία της στο φλάουτο, την ηλεκτρική και ακουστική κιθάρα.

Το στυλ της Ross είναι μοναδικό. Η φωνή της, ζεστή και απόμακρη, απατηλή και οικεία, «εξανθρωπίζει» το ατσάλινο, ψυχρό χτύπημα της χορδής του μπάσου. Δύσκολα θα χαρακτήριζε κάποιος το ‘A place between’ μονοδιάστατο, παρά τον μίνιμαλ χαρακτήρα του, καθώς το ενδιαφέρον συντηρείται με τις αντιθέσεις μεταξύ καλοζυγισμένων παύσεων και βουερών περασμάτων της κιθάρας και του μπάσου. Ο πυκνός και βαλτώδης ήχος του μπάσου στο ‘Traces of elements’, μοιάζει αρχικά κλειστοφοβικός. Γρήγορα όμως διαχέεται με την είσοδο των φωνητικών της Ross. Ακολουθεί το ‘Divided lines’ ένας σκοτεινός συνδυασμός δυναμικών φωνητικών και επιθετικού πιάνου. Με το ουρλιαχτό της φυσαρμόνικας ανοίγει το ‘Bow’, ενώ στο ‘Even the blank leaf’ η απόκοσμη φωνή της Ross και το τρέκλισμα των χορδών του μπάσου του Beazley συνθέτουν ένα μυστηριώδες σκηνικό. Η πιο ονειρική πλευρά του άλμπουμ έρχεται στην επιφάνεια με το ‘An open breath’, το ‘The only way out is through’ και κυρίως με το ‘The northern lights’, όπου οι νότες του πιάνου ηχούν σαν λεπτεπίλεπτα πασπαλίσματα πάνω στη ζεστή, ψιθυριστή φωνή της Ross. Το ύφος του άλμπουμ είναι γαλήνιο και ήρεμο. Αν και ο μινιμαλισμός κυριαρχεί, το πάθος ξεπηδάει μέσα από τις αντιθέσεις που δημιουργούν οι μετέωρες μελωδικές γραμμές του μπάσου, οι κωδωνισμοί των συγχορδιών του πιάνου, η «στοιχειωμένη» κιθάρα της Ross και η λιτή φωνή της, σχίζοντας έτσι τη φαινομενική μονοχρωμία. Όπως σε έναν πίνακα του Rothko.

Ιστορίες μυστηρίου, μύθοι και μηχανορραφίες
παίρνουν τον ακροατή σε ένα μελαγχολικό, βροχερό ταξίδι...
Lo Recordings, 2005
Read rest of entry

3 Ιουνίου 2008

M83 - Saturdays = Youth

Μόλις έχω καλωδιωθεί με το ipod μου και σταματώ τη ροδέλα στον νέο δίσκο των M83, Saturdays = Youth, κατηφορίζοντας την Πανεπιστημίου (ναι, ο χρόνος είναι χρήμα, αλλά τελευταία διαπιστώνω πως τα αυτιά και το μυαλό μου λειτουργούν καλύτερα όταν περπατάω). Με τις πρώτες νότες όμως, κοκκαλώνω! Τι δουλειά έχουν εδώ οι New Order; Ψάχνοντας λίγο τα tracks κι αναγνωρίζοντας το single τους Couleurs, επιστρέφω στην αρχική κατάσταση ηρεμίας.

Βουτιά στην εφηβεία λοιπόν (και τη δική μου ταυτόχρονα) κι απενοχοποίηση των ΄80s με έναν νοσταλγικό, αγνό και παλιομοδίτικο τρόπο, μακριά από τις κιτς αναβιώσεις του.

Η ιδέα της χαμένης κι ένοχης εφηβείας, πάντα προσπαθούσε να αναδυθεί έστω και αθόρυβα, μέσα από τη μουσική του Γάλλου Anthony Gonzalez ή Μ83, είτε μέσα από το πρόσφατο ηλεκτρονικό shoegazing, Digital Shades, Vol. 1, είτε από τα παλιότερα ambient Dead Cities, Red Seas & Lost Ghosts και Before The Dawn Heals Us.

Σ’ αυτό το πέμπτο άλμπουμ όμως, ο Anthony κάνει πραγματική στροφή και ντύνεται την περσόνα ενός 15χρονου έφηβου, χαμένου στις ανασφάλειες αλλά και την ανυπομονησία της ηλικίας του, που περιμένει πως και πως τα Σαββατιάτικα πάρτυ (έχουμε μεταφερθεί στα ΄80ς είπαμε, όπου τα Σάββατα κυριαρχούν για κάθε τι απαγορευμένο), για να ανακαλύψει τα πάντα…φίλους, ποτά, drugs, ίσως και το Graveyard Girl… Στην κατασκευή της περσόνας αυτής, συμβάλλει σημαντικά ο ήχος του Ken Thomas (παραγωγού των Cocteau Twins, Suede, Clinic, Sigur Ros) και τα πασπαλισμένα με new wave χρυσόσκονη φωνητικά της Morgan Kibby (των Romanovs), που φέρνουν στο μυαλό την Elizabeth Fraser των Cocteau Twins, ενώ ο Ewan Pearson (παραγωγός των Tracey Thorn, Goldfrapp και Rapture), αποτελεί συνδετικό κρίκο με το σήμερα.

Η πόρτα στο εφηβικό πάρτυ ανοίγει με το You, Appearing, με την ατελείωτα επαναλαμβανόμενη μελωδία στο πιάνο και την στοιχειωμένη από τα ‘80ς άχνα της Morgan. Εκεί μας υποδέχονται οι Kim & Jessie με έναν ήχο που θυμίζει New Order και Tears For Fears. Στο ίδιο κλίμα κινείται και το instrumental Couleurs με τα αναλογικά synthesizers, κλέβοντας τη δόξα από το single Graveyard Girl, όπως και τα Skin Of The Night, Up και We Own The City, αποτελώντας γυαλάκια της ίδιας ντισκομπάλλας. Μόνο το Midnight Souls Still Remain φαντάζει παράταιρο, θυμίζοντας τα ηχητικά καρέ του Angelo Badalamenti στο Mulholland Drive.

To Saturdays = Youth λειτουργεί τελικά σαν χρονομηχανή που σε καλεί σε ταξίδια στις λεωφόρους των ατελείωτων εφηβικών ονείρων…

* άχρηστη πληροφορία: Σε απόσταση 12 περίπου εκατομμυρίων ετών φωτός από τη Γη, βρίσκεται ένας μεγάλος και όμορφος, σπειροειδής γαλαξίας,ο Μ

Mute, 2008

Read rest of entry

Emily Haines & The Soft Skeleton - knives don't have your back

«Γιατί είναι τόσο θλιμμένα τα τραγούδια σου;

Σε φαντάζομαι ξαπλωμένο στο κρεβάτι να ξεφυλλίζεις το βιβλίο της ζωής σου και να τραγουδάς τις ζωές που δεν έζησες...»

Σ’ αυτό το πρώτο προσωπικό της άλμπουμ, η Haines αφήνει πίσω το ρόλο της μοιραίας γυναίκας που υποδυόταν όταν ανέβαινε στη σκηνή με τους Metric και τους Brocen Social Scene, βγάζει το μακιγιάζ, ανάβει τσιγάρο και βυθίζεται σε σκέψεις.

Με φωνή τόσο απαλή που πολλές φορές μοιάζει άυλη, σαν σώμα χωρίς σάρκα αλλά τόσο διάφανο που σου επιτρέπει να δεις γυμνά τα συναισθήματα, μόνη σε ένα άδειο δωμάτιο χαιδεύει τα πλήκτρα του πιάνου της, που μοιάζουν κι αυτά τόσο αχνά, «σκελετωμένα», νανουρίζοντας ένα αόρατο ακροατήριο. Γίνεται ένα με το πιάνο της τραγουδώντας τους κύκλους της ζωής και της αγάπης κι αναρωτιέται σαν τα μικρά παιδιά που παίζουν πιασμένα χέρι χέρι :

“will we always be little kids running group to group, asking who loves me?”.

Τον μοναχικό χορό του πιάνου και της φωνής διακόπτουν διακριτικά τα μεστά έγχορδα του Tokai String Quartet , τα πλήκτρα του Chris Seligman (Stars) και τα κόρνα του Evan Cranley (Stars/Broken Social Scene), που μαζί με τις ενορχηστρωτικές ανάσες του κιθαρίστα Jimmy Shaw (Metric/Broken Social Scene), του μπασίστα Paul Dillon και του ντράμερ Scott Minor ( Sparkelhorse), τραβούν την Emily σε μια πιο γήινη διάσταση.

Κομμάτια όπως το Doctor Blind, το Nothing and Nowhere και το Crowd Surf Off a Cliff, αγκαλιάζουν τη θλίψη με τόσο δελεαστικό τρόπο, που σχεδόν σε ναρκώνουν.

11 μελαγχολικές κι αμακιγιάριστες συνθέσεις που ντύνουν στίχους φαινομενικά μηδενιστικούς, ισορροπώντας ανάμεσα στην παιδικότητα και τον κυνισμό. Ίσως όμως μέσα σ’αυτή την ανασφάλεια και αμφιβολία να κρύβεται τελικά η ομορφιά και η βαθύτερη γνώση πως όλα θα φτιάξουν...

Groenland Records, 2006

Read rest of entry

2 Ιουνίου 2008

The Notwist - The Devil, You + Me

«Πόσο καλός είσαι στο να λες ψέμματα;», σε ρώτησα.

«Ένα να θυμάσαι», μου είπες, «τα καλά ψέμματα πάντα κερδίζουν. Και μέχρι να βρούμε το καλύτερο, μπορούμε να μιμηθούμε την πραγματικότητα»

Η διαβολικά περίεργη αυτή φράση, μισοψιθυρισμένη από τη φωνή του Markus Acher και συνοδευόμενη από την επαναλαμβανόμενη κυκλική μελωδία της ακουστικής κιθάρας, είναι αδύνατο να μη σου τριβελίσει το μυαλό από τη στιγμή που θα βάλεις να παίξει το “Good Lies”, που ανοίγει το νέο άλμπουμ των Γερμανών Notwist.

Λες και θέλουν να ξορκίσουν έτσι την απουσία 6 χρόνων από το προηγούμενο LP τους, το εκπληκτικής αισθητικής “Neon Golden”, συνδυάζοντας ευάλωτη pop και ανήσυχη post rock, μέσα σε ένα electro πλαίσιο.

Το διάστημα της απουσίας τους βέβαια, ήταν δημιουργικό με άλλους τρόπους, αφού πειραματίστηκαν μέσα από διάφορα σχήματα (13 & God, Lali Puna, Tied & Tickled Trio, Ms. John Soda), συνεχίζοντας τις μουσικές αναζητήσεις. Kάτι που πάντα τους χαρακτήριζε, αφού ξεκίνησαν ως hardcore punk μπάντα κάπου κοντά στο Μόναχο για να αρχίσουν σταδιακά να υιοθετούν στοιχεία indie-pop με electronica, μιξαρισμένα με αριστοτεχνικό τρόπο.

Ο συνεχής αυτό διάλογος με το hard rock παρελθόν και των έντονων πειραματισμών, και οι αναμνήσεις από τους πέντε προηγούμενους δίσκους είναι εμφανείς και στο νέο άλμπουμ, αφήνοντας το αποτύπωμα μιας κατασταλαγμένης μπάντας, που συνεχίζει να σε κερδίζει με την αφοπλιστική απλότητα και ειλικρίνειά της. Αυτό που ίσως να είναι λίγο διαφορετικό εδώ, είναι ο έντονος indie χαρακτήρας, αναμεμειγμένος με απαλές ηλεκτρονικές λάμψεις, σκοτεινά folk στοιχεία και post punk ψήγματα (“Gravity”). Από το “Where In The World” (που κατά τη γνώμη μου είναι η πιο ενδιαφέρουσα στιγμή του δίσκου, με τη συμμετοχή της jazz Andromeda Mega Express Orchestra) με την περίεργη μίξη έγχορδων, χάλκινων πνευστών, τσέμπαλου και ηλεκτρονικών, στην pop bossa nova του “Gloomy Planets” κι από το δαιμονισμένο “Alphabet” στο αισθησιακά όμορφο “Hands on us”, η φωνή και οι κιθάρες σιγά σιγά σβήνουν, αφήνοντας τις τελευταίες νότες του πιάνου να αιωρούνται… “Gone, Gone, Gone”.

Και τότε διαπιστώνεις πως κάτι σου λείπει…repeat…

“Let’s just imitate the real until we find a better one, remember the good lies win”
CitySlang / Domino (USA), 2008
Read rest of entry
 

inside a deer Copyright © 2009 Black Nero is Designed by Ipietoon Sponsored by Online Business Journal