21 Οκτωβρίου 2008

Nighthawks Αt Τhe Diner - Transit Cellophane

Ο Ολλανδός ROOD, ψυχή των Nighthawks Αt Τhe Diner, είναι εξοργιστικά ταλαντούχος. Πολύπλευρος και εξωστρεφής πάνω στη σκηνή, γράφει στίχους-ποιήματα, συνθέτει, ενορχηστρώνει και παίζει μια σειρά από όργανα (κρουστά, πιάνο, τσελέστα, hammond, mellotron). Μαζί με τους υπόλοιπους μουσικούς και μέσα από πανέξυπνες και ιδιάζουσες ενορχηστρώσεις, πλάθει έναν ήχο ποικιλόμορφο και ξεχωριστό, ταξιδιάρικο και απρόβλεπτο, συνδυάζοντας επιρροές από τζαζ, μπλουζ, ροκ, φολκ και κλασική. Κι όσο ακούς, τόσο σου αποκαλύπτει τα μυστικά του. Μια συρραφή ήχων και τεχνοτροπιών τελείως διαφορετικών μεταξύ τους, σαν τους θαμώνες ενός μπαρ που ο καθένας διηγείται τη δική του ξεχωριστή ιστορία.

Μπαλάντες αβάστακτα μελαγχολικές τα If We Get Back Home και Shame Rhymes With Pride, μοιάζουν να σηκώνουν πάνω τους το βάρος όλης της ζωής σου. Στο Observant Spectator, το μπάσο και το hammond συνωμοτούν παρανοϊκά, θυμίζοντας μουσική υπόκρουση καλτ ασπρόμαυρης ταινίας του ’50 (o Ed Wood θα το λάτρευε). Χαβανέζικος ρυθμός και ηλεκτρική κιθάρα βγαλμένη από ταινία του Tarantino στο Junie Needs a New Pair Of Shoes , σε κάνουν να αναρωτιέσαι πως στο καλό συνδυάζονται με τον L. Η.Oswald (τον υποτιθέμενο δολοφόνο του JFK) και το γράμμα που τραγουδά στη γυναίκα του μέσα από τη φυλακή. To No New Messages μοιάζει να διηγείται την ιστορία ενός τρένου που τρέχει δαιμονισμένα, με τα ντραμς και το πιάνο να κρατάνε λυσσασμένο ρυθμό, το σλάιντ της κιθάρας να γλυστρά πάνω στις ράγες και την τρομπέτα να ακούγεται από το βάθος του βαγονιού, ενώ το I’m A Stranger Here Myself αποτελεί φόρο τιμής στον αγαπημένο του ROOD, Kurt Weill (εξάλλου είχε ενορχηστρώσει και τέσσερα τραγούδια του Weill για το Wroclaw Theatre Festival το 2000).


Η μελαγχολία που αναδύεται από τη μουσική των Nighthawks At The Diner, είναι από τη μια τόσο διάφανη και ρομαντική κι από την άλλη τόσο τραχιά και καπνισμένη, σαν το σελοφάν ενός πακέτου τσιγάρα που το τρυπάς κι αφήνεις τον καπνό να περάσει από μέσα. Και μπορείς να ξεχαστείς με τις ώρες εκεί στην άκρη του Χοπερικού μπαρ, χαζεύοντας τα δακτυλίδια καπνού και τις περίεργες ιστορίες που διηγούνται τα τραγούδια και διαπιστώνοντας πως η ζωή και η ψευδαίσθηση είναι κομμάτι η μία της άλλης. Η αλήθεια που κρύβουν οι στίχοι, άλλοτε ακαθόριστη και νωχελική κι άλλοτε σκληρή και αδιάφορη, παραμονεύει. Εκεί όμως που πιστεύεις πως δεν υπάρχει ελπίδα, o ROOD σε διαβεβαιώνει πως τα τραγούδια του είναι απλά ένας οδηγός για τη ζωή και σε παρακινεί πίνοντάς το ποτό του χαμογελαστός “please crack a smile for me…”

Και ίσως τελικά να μην δώσεις σημασία στον περίεργο τύπο που κάθεται στην άλλη άκρη της μπάρας, και σιγομουρμουρίζει με τη βραχνή του φωνή. Τι κι αν η φωνή του ROOD θυμίζει κάποιες στιγμές τον Tom Waits (για την ιστορία, το 1975 ο Waits ηχογράφησε στην Asylum Records το Nighthawks AtThe Diner, εμπνευσμένο από τον ομότιτλο πίνακα του Edward Hopper) ; Ίσως να είναι ένας από τους ήρωές του που του δίνει κουράγιο, όπως μαρτυρούν οι στίχοι του Forbidden Fruit “a hero gives you the courage to ask around” (αφιερωμένο στον Τom Waits)
NWR, 2002

Read rest of entry

11 Σεπτεμβρίου 2008

Your Hand In Mine - yogoto no yume (every night dreams)

Οι δύο 24-χρονοι Θεσσαλονικείς που αποτελούν τους Your Hand In Mine, συγκεντρώνουν στη μουσική τους όλη εκείνη την χαμένη γοητεία των τροβαδούρων και των burlesque περιπλανώμενων μουσικών του δρόμου, που στήνοντας ένα παράξενα ονειρικό μουσικό σκηνικό, γήτευαν στο πέρασμά τους το κοινό.

Αφορμή για την γνωριμία με το ιδιαίτερα προικισμένο αυτό ντουέτο, στάθηκε μια βωβή ταινία του 1933. To Yogoto No Yume (Every Night Dreams), μια από τις πιο σκοτεινές και ζοφερές, αλλά αριστουργηματικές ταινίες του Ιάπωνα Mikio Naruse, η οποία ντύθηκε τη μουσική των Your Hand In Mine και παρουσιάστηκε ζωντανά στην έναρξη του 48ου Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, κυκλοφορώντας παράλληλα και σε 100 χειροποίητα αντίτυπα.

65 λεπτά μαγικής κινηματογραφικής μουσικής, που όμως λειτουργούν άριστα και ως ξεχωριστές οντότητες, ικανές να δημιουργήσουν εικόνες ημιφωτισμένες και εξωπραγματικές, εξίσου όμορφες με αυτές του Naruse.

Βασικό όπλο του γητέματος, η χρήση μιας πληθώρας αυτοσχέδιων, πολλές φορές παραμελημένων από τον χρόνο ακουστικών οργάνων, με χροιές ακατέργαστες και παιδικές, φιλτραρισμένων άλλοτε λιγότερο κι άλλοτε περισσότερο μέσα από τις ηλεκτρονικές σωληνώσεις των laptops, που καταφέρνουν να δημιουργήσουν ένα μουσικό μείγμα περίεργα απόκοσμης και ανυπέρβλητης ομορφιάς.

Λυρικές και μακρόσυρτες μελαγχολικές μελωδίες ξετυλίγονται σιγά σιγά, περνούν διαδοχικά από τα διάφορα όργανα και καταλήγουν σε ένα ατμοσφαιρικό και νοσταλγικό ορχηστρικό σύνολο, αποτύπωμα του ιδιόμορφα ονειρικού μουσικού κόσμου των Your Hand In Mine.

Ενός κόσμου, την ψυχοσύνθεση του οποίου επηρρέασε αποφασιστικά ένα άλλο σπουδαίο συγκρότημα, οι Explosions In The Sky, τόσο με τον ήχο τους όσο και με τους τίτλους των τραγουδιών τους, αφού το ντουέτο πήρε το όνομά του από το ομότιτλο τραγούδι του δίσκου “The Earth Is Not A Cold Dead Place”.
Ο Μάνος Μυλωνάκης (wurlitzer piano – ένα είδος ηλεκτρικού πιάνου που θυμίζει βιμπράφωνο - , toy piano, γιουκαλίλι, μελόντικα, programming) και ο Γιώργος Παπαδόπουλος (toy synth, glockenspiel, zither, rhythms, μαντολίνο), ενώθηκαν μουσικά στα τέλη του 2006, ξεπηδώντας από τους post-rock Shortcat και άρχισαν να μεταλλάσονται στο σημερινό σχήμα εκφράζοντας την αγάπη τους για την δυτικοευρωπαϊκή folk και τον πειραματισμό (δρόμο που πολλές φορές ακολουθούν και οι αγαπημένοι τους Devotchka), χωρίς να απαρνιούνται και τις μακρινές αναφορές σε συνθέτες όπως οι Rene Aubry, Yann Tiersen, J. S. Bach και Steve Reich.

O Akira Kurosawa είχε παρομοιάσει τις ταινίες του Mikio Naruse με ένα πλατύ ποτάμι, που η ήρεμη επιφάνειά του κρύβει ορμητικά ρεύματα. Κι όπως ο Naruse αποδεικνύεται άριστος γνώστης της ανθρώπινης ψυχολογίας (όπως καταγράφεται στη σκηνή που ντύνεται μουσικά με το Calendar), έτσι και οι Your Hand In Mine μοιάζουν να έχουν βρεί τα συστατικά ενός μαγικού φίλτρου, ικανού να σε παρασύρει στα ομορφότερα μουσικά μονοπάτια.

Inner Ear, 2008

Read rest of entry

24 Αυγούστου 2008

Trouble Over Tokyo - Interview

Λίγο πριν πακετάρει τις βαλίτσες του για την Τουλούζη, ο Toph, δημιουργός και μοναδικό μέλος των “Trouble Over Tokyo”, ήταν στην ώρα του στο ιντερνετικό μας ραντεβού ως γνήσιος Άγγλος, τρομερά ευδιάθετος.Τελικά η κουβέντα εξελίχθηκε σε μαραθώνιο και ο Toph, αποκάλυψε πολλά για τον ίδιο αλλά και το album του “Pyramides” που κυκλοφόρησε από την Klein Records.

Πως προέκυψε το όνομα “Trouble Over Tokyo” ;

Ήταν έμπνευση ενός φίλου μου, όταν έψαχνα όνομα για ένα μεγάλο συγκρότημα που είχα κάποτε. Ήρθε απλά και μου είπε «τι λες για το Trouble Over Tokyo;» Και συμφώνησα. Τότε το όνομα, κατά κάποιο τρόπο, δημιούργησε και τη μουσική, μου έδωσε ιδέες για όλα...τα σκίτσα, τα τραγούδια...

Και τα σκίτσα με πάνε στην επόμενη ερώτηση. Το website σου με όλα αυτά τα χειροποίητα, σχεδόν παιδικά σκιτσάκια και τις post-it σημειώσεις, είναι από τα καλύτερα που έχω δει. Η αγάπη σου να εκφράζεσαι μέσω σκίτσων επηρεάζει ίσως και τη μουσική δημιουργία ; Ποια είναι η διαδικασία σύνθεσης;

Σ’ ευχαριστώ πολύ! Στην πραγματικότητα, είναι το πιο απλό website που υπάρχει στον κόσμο…τόσο απλό που ακόμη και η ανανέωσή του είναι παιχνιδάκι… Ναι, ναι! Υπόσχομαι να το ανανεώσω σύντομα.Χαχα! Σχετικά με τα τραγούδια…τα τραγούδια είναι απλά τραγούδια, μέχρι τη στιγμή που θα σχεδιάσω το εξώφυλλο και όλο το artwork του album. Τότε συνειδητοποιώ το χρώμα-χαρακτήρα του album και μπορώ να επιστρέψω στην μίξη των τραγουδιών. Είναι σαν να έχεις τη σειρά από σκηνές μιας ταινίας, χωρίς να ξέρεις την πλοκή, μέχρι τη στιγμή που θα φτιάξεις το πόστερ της και θα συμπληρωθούν τα κομμάτια του παζλ.

Επομένως έχεις κάποιες εικόνες στο μυαλό σου όταν γράφεις ένα τραγούδι. Οι στίχοι ακολουθούν ;

Ίσως έχω εικόνες. Αν και πιο πολύ είναι ένα είδος διαλογισμού ή κάτι τέτοιο. Σαν να κλειδώνει ο εγκέφαλός μου και να είμαι 100% προσηλωμένος στο τραγούδι. Οι στίχοι προκύπτουν αυθόρμητα κατά τη διάρκεια της δημιουργίας. Τις περισσότερες φορές, κάθε τραγούδι τελειώνει σε μια μέρα. Μετά επιστρέφω και ίσως ξαναηχογραφώ κάποια σημεία. Μερικές φορές πάντως, όταν βγαίνω από το στάδιο της δημιουργίας και ακούω τα τραγούδια, πραγματικά αναρωτιέμαι για το πώς κατάφερα και έβγαλα το συγκεκριμένο αποτέλεσμα. Και το αστείο είναι πως μετά δεν θυμάμαι τίποτα από τις στιγμές της δημιουργίας. Σαν να είχα μπει για λίγο στη «ζώνη του λυκόφωτος». Τρομακτικό..χαχα

Αν έπρεπε λοιπόν να περιγράψεις τον ήχο σου σε κάποιον που δεν έχει ακούσει ποτέ τον «Trouble Over Tokyo», τι θα του έλεγες;

Indielectro Angst-Pop! Σαν να προσπαθεί να χορέψει ο Thom Yorke το “Leave Me Alone” του Michael Jackson, γιατί ενώ ξέρει ότι είναι κακός χορευτής, κατά βάθος το λατρεύει το τραγούδι αυτό!

Thom Yorke, Michael Jackson, Bjork, είναι καλλιτέχνες που διάβασα πως θαυμάζεις. Άλλοι ;

Ναι! Βρίσκω επίσης αρκετά ενδιαφέρουσα την M.I.A., όπως και τους Paul Simon, Dizzee Rascal, David Bowie, Talking Heads…πολλούς ακόμη…

Είχα σκοπό να σου ζητήσω ένα top5, αλλά δεν θα σε παιδέψω και θα σου ζητήσω ένα αγαπημένο τραγούδι.

Δεν πειράζει, θα σου πω τα αγαπημένα μου albums. Σε τυχαία σειρά:

One Trick Pony – Paul Simon
Illinoise – Sufjan Stevens
Kid A – Radiohead
Dr. John – Anutha Zone
Beck – Midnite Vultures

Επιστροφή στο “Pyramides”. Πως προέκυψε το album?

Ήταν 2 Ιανουαρίου του 2007, όταν συνάντησα σε ένα πάρτυ μια φίλη, την Emmanuele. Είχε ακούσει το πρώτο μου album και αφού της εκμυστηρεύτηκα το πόσο με παίδευε το δεύτερο, μου είπε «η ζωή είναι σας τις Πυραμίδες…συνεχώς χτίζεις χωρίς να κοιτάς πίσω σου για να δείς πόσο ψηλά έχεις φτάσει…το ότι δεν έχεις τοποθετήσει την επόμενη πέτρα, δε σημαίνει όμως πως δεν έχεις ήδη δημιουργήσει κάτι». Στιγμιαία λοιπόν σχηματίστηκε στο μυαλό μου το εξώφυλλο του δίσκου κι όταν επέστρεψα σπίτι σημείωσα το όνομα στα γαλλικά (Pyramides) προς τιμήν της.

Ένα τραγούδι που ξεχώρισα είναι το 4,228, το ντουέτο με την Milly Blue (ένιωσα για λίγο το άγγιγμα της Annie Lennox). Πες μου για τη συνεργασία αυτή, αλλά και για την αγάπη σου για τους αριθμούς (ο πρώτος σου δίσκος ονομάζεται «1000»).

Ναι, μάλλον έχω μανία με τους αριθμούς. Θα σου μιλήσω γι’ αυτό όμως αργότερα. Το 4.228 είναι και το δικό μου αγαπημένο τραγούδι. Μερικές φορές δυσκολεύομαι να πιστέψω πως το έγραψα εγώ. Γνώρισα την Milly μέσω κάποιων φίλων. Έχει δύο τραγούδια στο τελευταίο Basement Jaxx album και την πιο εντυπωσιακή φωνή που έχω ακούσει εδώ και χρόνια. Έτσι έγραψα το τραγούδι έχοντας τη φωνή της στο μυαλό μου.

Άλλοι καλλιτέχνες με τους οποίους επιθυμείς να συνεργαστείς;

Πάντα ψάχνω για ντουέτα, μιας και τα λατρεύω. Μέχρι στιγμής δεν έχω κάποιον συγκεκριμένο καλλιτέχνη στο μυαλό μου, οπότε προτιμώ να περιμένω μέχρι να βρώ κάποιον πραγματικά ξεχωριστό. Ακούγεται λίγο σαν τις σχέσεις αυτό.

Επομένως αυτή τη στιγμή οι Trouble over Tokyo συνεχίζουν να είναι μια one-man band;

Κατά κάποιο τρόπο, ναι. Αυτή τη στιγμή κάνω πρόβες με μια μπάντα για κάποια festivals και lives και νομίζω πως θα έχει αρκετό ενδιαφέρον το να δω πως θα επηρρεαστεί ο ήχος μου στον επόμενο δίσκο.

Ίσως είσαι λοιπόν σε αναζήτηση νέου ήχου;

Ακριβώς! Νομίζω πως κινούμαι περισσότερο σε λίγο πιο σκληρό ήχο, με περισσότερα synths. Αυτό όμως σημαίνει πως ίσως θα πρέπει να παίζω καλύτερα. Τα lives είναι πάντα πιο απαιτητικά.

Διάβασα στο site σου πως συνέθεσες το πρώτο σου κομμάτι στην ηλικία των 5! Τι ήταν ακριβώς;

Ονομαζόταν “I Can See The Top Of Houses” και γράφτηκε στον επάνω όροφο ενός λεωφορείου. Γυρνώντας σπίτι, έγραψα τους στίχους με τη μητέρα μου. Ίσως αυτό να ήταν που με ενθάρρυνε για να ασχοληθώ στο μέλλον.

Ακολούθησαν μουσικές σπουδές λοιπόν μετά;

Χμμ, όχι ακριβώς μουσικές σπουδές. Έμαθα να παίζω κιθάρα στο σχολείο, στα 7 μου, και γενικά ήμουν πολύ καλός στο να μπορώ να παίζω τραγούδια που άκουγα στο ραδιόφωνο. Θυμάμαι είχαμε βγεί για φαγητό με την οικογένειά μου κι εγώ, ως συνήθως ,είχα πάρει την κιθάρα μαζί μου. Κι όταν κάποιος έβαλε Buddy Holly στο jukebox, σηκώθηκα κι άρχισα να παίζω. Ακόμη θυμάμαι την έκπληξη όλων τριγύρω μου, αφού δεν με είχαν ξαναδεί να το κάνω αυτό. Νομίζω ήμουν 10 χρονών.

Παραμένοντας στο παρελθόν, ποιά ήταν η καλύτερη μουσική συμβουλή που σου έδωσαν και τι θα έλεγες εσύ σε έναν καλλιτέχνη που κάνει τα πρώτα του βήματα;

Δεν θυμάμαι να με συμβούλεψε ποτέ κανείς. Αυτό που θα μπορούσα να πω όμως είναι, να κάνεις μουσική για τον εαυτό σου και για κανέναν άλλον. Αν δεν είσαι ειλικρινής με τα συναισθήματά σου και κατά συνέπεια με τη μουσική που δημιουργείς προσπαθώντας να τα εκφράσεις, παύεις να είσαι αληθινός και αυτό αργά ή γρήγορα θα το εισπράξει και το κοινό.

Ίσως γι’αυτό λοιπόν και οι στίχοι σου έχουν έντονο συναισθηματικό βάρος; Εκφράζεις τις φοβίες σου μέσα από αυτούς;

Δεν υπάρχει νόημα να γράψω κάτι άλλο πέρα από τα συναισθήματά μου. Αν οι στίχοι είναι αληθινοί και ειλικρινείς, τότε μόνο έχουν νόημα. Και ναι, συνήθως περιγράφουνε τις φοβίες μου, αν και είμαι σίγουρος πως υπάρχουν αρκετές ακόμη που με περιμένουν στην επόμενη στροφή.

Παρ’όλη την επιφανειακή απαισιοδοξία των τραγουδιών σου όμως, στο τέλος πάντα διαφαίνεται η ελπίδα.

Νιώθω, όπως και οι περισσότεροι φαντάζομαι, πως μας περιτριγυρίζει η δυστυχία. Θα μπορούσα να κλαίω κάθε 2 λεπτά για την σημερινή κατάσταση του κόσμου. Παρ’όλα αυτά όμως, μια δύναμη μέσα μου με σπρώχνει να παλέψω και να ηγηθώ για να αλλάξω τα πράγματα. Κι ενώ είμαι αρκετά ήρεμος και υπομονετικός , μέσα μου κρύβω τεράστια ορμή κι ενθουσιασμό.

Τα τραγούδια πάντως είναι ένα σημαντικό όπλο ή μάλλον δύναμη για να καταφέρεις να περάσεις μηνύματα στον κόσμο.

Είναι ναι. Το σημαντικότερο πιστεύω.

Αφήνοντας του φόβους και πηγαίνοντας στα όνειρα, ποιά είναι η μεγαλύτερή σου επιθυμία ;

Θέλω να γίνω σούπερ ήρωας ή βασιλιάς! Δεν ξέρω βέβαια πως ερμηνεύεται αυτό από ψυχολογικής πλευράς.

Ίσως μεγάλο εγωϊσμό ή επιθυμία να είσαι ελεύθερος ;

Ή ίσως επιθυμία να οδηγήσω τους άλλους στην ελευθερία; Βέβαια , όταν ήμουν μικρός ήθελα να γίνω λογιστής (από εκεί μάλλον πηγάζει και η αγάπη μου για τους αριθμούς). Ήθελα απλά να φοράω ένα κουστούμι και να κάνω τη μητέρα μου ευτυχισμένη. Χαίρομαι πάντως που δεν το έκανα...χαχα

Αφού ανέφερες τα κουστούμια και τις εταιρείες, ποια είναι η σχέση σου με τις δισκογραφικές; Στο site σου έχεις ένα πανέξυπνο γράμμα που απευθύνεται σε όλους τους μεγάλους αντζέντηδες, τους Yodellers και τους Midgets, όπως τους αναφέρεις χαριτολογώντας. Θα τους έκλεινες την πόρτα
λοιπόν ;

Μπορεί και ναι, δεν ξέρω. Θα πρέπει πραγματικά να είναι κάποια πρόταση που θα με εξιτάρει και ταυτόχρονα δεν θα περιορίζει τις ελευθερίες μου στη δημιουργία ή την επικοινωνία με τον κόσμο. Ποτέ δεν λέω ποτέ βέβαια...

Η Klein Records είναι άλλη περίπτωση φαντάζομαι. Πως έφτασες εκεί ;

Μεγάλη ιστορία! Είχα κάνει κάποιες συναυλίες στην Αυστρία και ο αντζέντης μου, η Inkmusic, είχε μια δισκογραφική, την Schoenwetter. Οι “Pyramides” κυκλοφόρησαν αρχικά στην Αυστρία τον Αύγουστο κι έτσι με προσέγγισε και η Klein Records που ανέλαβε την παγκόσμια κυκλοφορία. Οπότε τώρα είμαστε όλοι μαζί μια ομάδα και πραγματικά είμαι πάρα πολύ ευχαριστημένος. Θεωρώ την Klein αρκετά ανοικτή σε προτάσεις και πειραματισμούς.

Στο θέμα του downloading πως αντιδράς ;

Δεν με ενοχλεί ιδιαίτερα. Κι εγώ αρχικά κατέβασα το In Rainbows των Radiohead και αργότερα αγόρασα την έκδοση των 60e. Είναι τόσο εύκολο πλέον να κατεβάσει κάποιος κάτι, που θα το κάνει έτσι κι αλλιώς. Ίσως τελικά να είναι και καλό, γιατί αναγκάζει εμάς τους καλλιτέχνες να γινόμαστε καλύτεροι και να βγάζουμε πιο ποιοτικά albums. Οπότε κι ο κόσμος θα αγοράσει τον δίσκο που πραγματικά τον ενδιαφέρει. Ακόμη κι εγώ έχω τόσα άχρηστα albums στο σπίτι μου, που με κάνουν να νιώθω ένοχος μερικές φορές. Σημασία τελικά έχουν άλλα πράγματα κι όχι τα χρήματα....σημασία έχει η καλή μουσική και να υπάρχουν άνθρωποι που θα αγαπούν αυτό που κάνεις.

Ποιά τραγούδια σου αγαπάς ;

To 4.228…το Assembly Line…το The Dark Below. Το τελευταίο το έγραψα κλαίγοντας στο πάτωμα του μπάνιου. Σημαίνει πάρα πολλά για μένα. Πόνος αλλά και μια μεγαλειώδης αναλαμπή που τελικά με τράβηξε επάνω.

Και κάτι κακό τώρα. Διάλεξε ένα album άλλου καλλιτέχνη και κάψτο!

Α! Τι ωραία!χαχα...το έχω ήδη έτοιμο! Swing When You’re Winning του Robbie Williams. The most fucking cynical money making exercise in Pop music! Παρ’ όλα αυτά, θεωρώ πως είναι απλά ένα κακομαθημένο παιδί που έχει χάσει το δρόμο του και απλά αντιδρά.

Κλείνοντας και λέγοντάς σου πως ευχαριστήθηκα πολύ τη κουβέντα μας, θα ήθελα να σε ρωτήσω αν έχεις έρθει ποτέ στην Ελλάδα ή αν έχεις σκοπό να έρθεις για συναυλίες;

Δυστυχώς δεν έχω έρθει ποτέ, αλλά το θέλω πολύ. Θέλω να παίξω παντού! Αν μπορείτε λοιπόν να με φέρετε, στη διάθεσή σας. Σ’ευχαριστώ κι εγώ. Το διασκέδασα πολύ.

Read rest of entry

Monta - Interview

Πρέπει να παραδεχτώ πως από τη στιγμή που πήρα στα χέρια μου τον νέο σου δίσκο, με κέρδισαν οι τρυφερές μελωδίες, η ευαισθησία του και οι στίχοι που μοιάζουν να καθρεφτίζουν εσένα και τον καθένα που ακούει. Μήπως αυτά ακριβώς τα στοιχεία ήταν που σε ώθησαν να φύγεις από τους Miles; Αναζητώντας ίσως κάτι πιο ήσυχο και εσωτερικό;

Γειά σου Ελένη και σ’ευχαριστώ. Ίσως να είναι και κάπως έτσι. Μετά από 15 χρόνια με μια μπάντα, τους Miles, νιώθω πως είναι πραγματικά υπέροχο να δημιουργώ μόνος μου. Αρκετές φορές οι μπάντες είναι φλύαρες με αποτέλεσμα να χάνονται σπουδαίες ιδέες ή να κάνεις συμβιβασμούς. Μου αρέσει πολύ που τώρα αποφασίζω τα πάντα μόνος μου αν και ,για να είμαι ειλικρινής, υπάρχουν και στιγμές που μου λείπει αυτή η αίσθηση της συντροφικότητας.

Νιώθεις λοιπόν τώρα πιο ελεύθερος και δημιουργικός ως Monta παρά ως μέλος των Miles και πόσο νομίζεις πως τους κουβαλάς μέσα σου;

O Gilbert κι εγώ, δημιουργήσαμε τους Miles όταν ήμουν 15. Αποτελούν λοιπόν μεγάλο κομμάτι της ζωής μου. Κάναμε μαζί 5 δίσκους, παίξαμε σε συναυλίες σε όλο τον κόσμο. Δεν ξεχνάς εύκολα όλα αυτά που έχεις ζήσει στο παρελθόν. Κι από την άλλη, όλες αυτές οι εμπειρίες με επηρρέασαν και ως Monta. Πάντως είμαι σίγουρος πως μια μέρα οι Miles θα βρεθούν και πάλι μαζί στη σκηνή και θα το διασκεδάσουμε πολύ.

Στο νέο σου δίσκο λες I do not belong on this stage”. Πόσο δύσκολο ή εκστατικό είναι να είσαι μόνος σου πάνω στη σκηνή, συγκριτικά και με το παρελθόν σου με τους Miles;

Μερικές φορές έχω την αίσθηση πως δεν ανήκω πουθενά. Θα’ θελα να μένω σπίτι και να πηγαίνω σε μια «κανονική» δουλειά, οποιαδήποτε κι αν ήταν αυτή. Ξέρω όμως πως δεν θα άντεχα με τίποτα όλες αυτές τις ιεραρχικές διαδικασίες και τις ίντριγκες που συνοδεύουν τις ομαδικές εργασίες. Θα μου ήταν πολύ δύσκολο. Εξάλλου, είναι μεγάλη ανακούφιση να ξέρω πως μπορώ να σταματήσω όποτε εγώ το θελήσω. Όσο για τη σχέση μου με τη σκηνή, ναι, είναι διεγερτική.

΄Όταν προσπαθώ να σκεφτώ μουσική ή κάποια μπάντα εκτός Αμερικής, αυτόματα το μυαλό μου πάει στην Αγγλία. Πόσο δύσκολο μουσικά είναι το να είσαι από το Μόναχο;

Νομίζω πως καλές μπάντες υπάρχουν πλέον παντού. Και αν κάνουν κάτι μοναδικό, αργά ή γρήγορα ο κόσμος θα ανακαλύψει τη μουσική τους. Εγώ πάντως είμαι αρκετά σκεπτικιστής όταν ακούω τους κριτικούς να εξυμνούν «τη νέα μπάντα» από την Αγγλία. Αυτό συμβαίνει σχεδόν κάθε βδομάδα και τελικά θεωρώ πως μόνο η μία στις δέκα έχει πραγματικά κάτι να πει.

Ακούγοντας τα τραγούδια σου μου δημιουργείται η αίσθηση πως έχεις ταξιδέψει πολύ.

Έζησα αρκετά χρόνια στην Αγγλία και ταξίδεψα πολύ. Γενικά πιστεύω πως τα ταξίδια είναι πολύ σημαντικά και σε βοηθούν να αποκτήσεις μια διαφορετική αντίληψη για τα πράγματα. Μαθαίνεις πολλά και διαπιστώνεις πόσο ασήμαντα και γελοία μπορεί να είναι μερικές φορές τα προβλήματα και οι σκέψεις σου και πόσα περισσότερα πράγματα υπάρχουν πέρα από τη μουσική.

Τι σημαίνει για σένα το “Home coming”;

To Home coming γράφτηκε για την πόλη στην οποία μεγάλωσα. Μου αρέσει να περνώ μερικές μέρες εκεί, αλλά αν μείνω περισσότερο μελαγχολώ. Γιατί τα πάντα έχουν αλλάξει και τίποτα δεν θα είναι πια το ίδιο, όπως όταν πήγαινα σχολείο.

Το γεγονός πως έγινες πρόσφατα πατέρας, σε έχει επηρρεάσει μουσικά; Νιώθεις πιο ώριμος ως καλλιτέχνης τώρα;

Το να είσαι γονιός σίγουρα αλλάζει τα πάντα. Από το να γράφεις μουσική, μέχρι το να κάνεις περιοδείες και να ηχογραφείς με τις ώρες στο στούντιο. Συνήθισα να κάνω όλα αυτά από τότε που ήμουν 16. Οι περισσότεροι γνωστοί μου είναι σήμερα γιατροί, δικηγόροι ή κάτι σχετικό. Το ότι έγινα πατέρας είναι βέβαια υπέροχο, αλλά ταυτόχρονα μου υπενθυμίζει το ότι μεγαλώνω.

Στο τραγούδι “Brilliant Masses” λες “Listen what your instinct tells. Its not your heart”. Ακολουθείς το ίδιο και στη ζωή σου;

Όχι. Ακολουθώ αυτό που λέει η καρδιά μου.

Δεν είναι αυτοβιογραφικά τα τραγούδια σου; Ή εκφράζουν πάντα τα συναισθήματά σου;

Συνήθως είναι αυτοβιογραφικά. Προσπάθησα πρόσφατα να γράψω τραγούδια που να μιλάνε για άλλους, αλλά δεν τα κατάφερα. Είναι πιο εύκολο και ειλικρινές να περιγράφω τους δικούς μου δαίμονες.

Υπάρχει μια γλυκιά μελαγχολία στα τραγούδια σου. “You are everything when everything breaks down”. Είσαι αισιόδοξος;

Και βέβαια είμαι. Αλλιώς δε θα έφτανα ως εδώ.

Exclusion is a privilege. Είσαι εκλεκτικός στη μουσική και ως άνθρωπος γενικότερα;

Μμ..κατά κάποιο τρόπο ναι. Δεν είμαι ο τύπος του ανθρώπου που έχει δεκάδες φίλους και γενικά προτιμώ να είμαι κοντά σε ανθρώπους που γνωρίζω.

Όσον αφορά τη μουσική τώρα, όχι. Για μένα δεν υπάρχει καλή ή κακή μουσική. Είναι απλά θέμα γούστου. Σου αρέσει ή όχι.

Νιώθεις προνομιούχος;

Ναι. Δεν έχω κανέναν πάνω από το κεφάλι μου. Δε χρειάζεται να δουλεύω από τις 8 ως τις 5. Ζω γράφοντας και παίζοντας μουσική. Και μερικές φορές νιώθω πως πρέπει να το υπενθυμίζω αυτό στον εαυτό μου. Το ότι είμαι προνομιούχος.

Πως έτυχε να συνδυαστεί το “Im sorry” με Γιαπωνέζικο διαφημιστικό του CNN;

Κάποια στιγμή δώσαμε με την προηγούμενη μπάντα μου, τους Miles, ένα τραγούδι μας σε μια μεγάλη τηλεοπτική διαφημιστική καμπάνια. Τελικά δεν ήταν καθόλου άσχημο το ότι κερδίσαμε ένα μεγάλο χρηματικό ποσό για τους Miles. Τελικά όλα έχουν να κάνουν με το πώς νιώθεις τη κάθε χρονική στιγμή και τη χρήση θες να έχει κάθε τραγούδι σου.

Υπάρχει κάποιο τραγούδι που σε «στοιχειώνει»; Κάποιο που σιγομουρμουράς στο μπάνιο;

Χαχα..ναι. Το Love Will Tear Us Apart των Joy Division.

Μουσικές επιρροές;

Weather, The Sea, Nin, Pj Harvey, Vashti Bunyan, Kate Bush.

Τι θα ήθελες να έκανες αν δεν είχες ασχοληθεί με τη μουσική;

Μάλλον θα ήμουν γιατρός.

Τι ονειρεύεται ο Monta για το μέλλον;

Πολλές sold out περιοδείες, πλατινένιους δίσκους, ειρήνη κι ευτυχία.

Και μιλώντας για Monta, τι σημαίνει το όνομα;

Ήταν το όνομα του σκύλου της γυναίκας μου όταν ήταν μικρή. Δεν ήθελα να χρησιμοποιήσω το όνομά μου, αλλά από την άλλη ήθελα ένα όνομα μικρό και με συναισθηματική αξία.

Παρόλα αυτά, monta στα ιταλικά σημαίνει «σκαρφάλωσε». Αυτή είναι και η ευχή μου, κλείνοντας τη συνέντευξη. Σ’ ευχαριστώ πολύ και σύντομα περιμένουμε να σε δούμε ζωντανά και στην Ελλάδα.

Κι εγώ σ’ ευχαριστώ. Καλή επιτυχία στο περιοδικό κι ελπίζω σύντομα να σας επισκεφτώ.

Monta

Read rest of entry

9 Ιουνίου 2008

Son Lux - At War With Walls & Mazes

Ο Ryan Lott ανήκει στην κατηγορία εκείνη των αγαπημένων μου μουσικών αλχημιστών, που καταφέρνουν να υποτάξουν το κλασικό τους υπόβαθρο και αναμειγνύοντάς το με μυριάδες άλλα μουσικά είδη και στοιχεία, αποδεικνύουν πως η καλή electronica και ο πειραματισμός γενικότερα, είναι τέχνη.

Γεννημένος στο Denver το 1979, ακολούθησε από τα έξι του αυστηρά μαθήματα πιάνου και σύνθεσης, μοιράζοντας τον χρόνο του ανάμεσα στις αίθουσες συναυλιών και τα clubs και γράφοντας μουσική για multimedia art shows και ομάδες χορού. Κάνει remixes για τους Beirut (A Sunday Smile), Castanets (This Is The Early Game), Radiohead (Nude), My Brightest Diamond (Inside A Boy) και κάποια στιγμή αποφασίζει να μεταμορφωθεί ολοκληρωτικά. Έτσι, τον Φεβρουάριο του 2008 και μέσω της Anticon, παρουσιάζει ως Son Lux το ντεμπούτο album του.

O Lott ανακατεύει με περίτεχνο τρόπο trip-hop στοιχεία (όπως η εισαγωγή του Stay που παραπέμπει σε πρώιμους Portishead), κατακερματισμένα samples, αναδομημένους περιβαλλοντικούς ήχους, ρυθμικά στοιχεία που θυμίζουν Radiohead και διακριτικά φωνητικά, τα τοποθετεί σε ένα περιβάλλον ηλεκτρονικής συμφωνικής ορχήστρας και τα ενορχηστρώνει με έναν baroque τρόπο, έντονα επηρρεασμένο από τους minimal ύμνους των Arvo Part και Henryk Gorecki.

Θα μπορούσε να χαθεί κανείς σ’ αυτό το μουσικό χάος ασύνδετων στοιχείων. Η ομορφιά όμως της μουσικής του Son Lux βρίσκεται στον τρόπο με τον οποίο χειρίζεται το χάος αυτό, καταφέρνοντας να το οδηγήσει από το τίποτα και το minimal στο μεγαλειώδες, μέσα από τις συνεχείς αντιθέσεις.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα, το Break - ίσως η κορυφαία στιγμή του δίσκου - όπου ο συνδυασμός του προστακτικού τίτλου, των έντονων και φοβιστικών ηλεκτρονικών beats και των επεξεργασμένων ήχων του μανιασμένου πλήθους συγκρούονται με το κλασικό background, την ψιθυριστά σπαρακτική φωνή και το αιθέριο πιάνο.

Αυτή την φόρμουλα ακολουθεί ο Lott και στα υπόλοιπα κομμάτια, πετυχαίνοντας τον στόχο του. Να σε παρασύρει σε μια δίνη που οδηγεί σε έναν ψηφιακό κόσμο όπου τα πάντα λειτουργούν μοιραία μέσα σε μια αέναη μάχη ανάμεσα στο χάος και τη γαλήνη.
Anticon, 2008
Read rest of entry

Ann Gaytan - Emoi

Φαντάσου πως κάθεσαι και χαζεύεις ένα τεράστιο και πολύχρωμο βιτρώ, αποτελούμενο από πολλά και τελείως διαφορετικά μεταξύ τους κομμάτια. Τα χρώματά του είναι τόσο φωτεινά, που όταν τα διαπερνά ο ήλιος σχεδόν τυφλώνεσαι.

Άνθη λεμονιάς σε γαλάζιο και βιολετί φόντο και πουλιά που βουτούν σε αόρατα λιβάδια (Irreelles) ανακατεύονται με αχνά σύννεφα (J' aimerais), ενώ κάπου πιο πάνω, το τοπίο γίνεται κόκκινο από το αίμα, πορεία της μοναχικής ψυχής μέσα από λύκους και θηρία (Pas Bo, Voyou Voyou). Ύστερα άσπρο, διάφανο καθαρό γυαλί...γαλήνη και προσευχή ( Ave, Stabat Mater).

Δεν κρατάει για πολύ όμως. Μια δυνατή κραυγή έρχεται και κάνει το γυαλί χίλια κομμάτια. Έχοντας συνεργαστεί με ονόματα όπως οι Marcel Moreau, Mauranne, Vaya Con Dios, Nina Hagen , Leo Ferre, Tambours de Brazza, Rokia Traore, κ.α. η βελγίδα Ann Gaytan, χρησιμοποιεί τη γαλλική γλώσσα για να φτιάξει τραγούδια γεμάτα ποιητική μελαγχολία και λυρισμό, που άλλοτε εκφράζουν ντελικάτα και τρυφερά συναισθήματα (J'aimerais) κι άλλοτε γίνονται βίαια κι επιθετικά εκφράζοντας αποτροπιασμό και αγωνία (Et...la, Irreelles, Emoi). Οι λέξεις είναι ανάγλυφες και δυνατές. Εντυπώνονται, σοκάροντας κάποιες φορές. Και βέβαια, η φωνή της Ann, που σαν πολύτιμο πετράδι, διαυγές και συμπαγές, τραγουδάει, ψιθυρίζει, μιλάει, κλαίει, είναι αυτή που σε θαμπώνει.

Συνεργός σε αυτό η μουσική, που μεταμφιέζεται κάθε φορά μέσα από έξυπνες ενορχηστρώσεις. Ο παιδικός ήχος του Voyou Voyou, σαν τα βαλσάκια των μουσικών κουτιών, δημιουργεί μια αλλόκοτη ατμόσφαιρα όταν συνδυάζεται με τα θηρία των στίχων .

Θέλω λέξεις απογυμνωμένες...χωρίς ιστορία...που θα ξυπνήσουν τις αισθήσεις μου...που δεν θα με βάλουν σε κλουβί...

Θλιμμένη παιδικότητα, θλιμμένο τσέλο, θλιμμένο βαλς το La Valse Des Mots. Ένας λιτός ύμνος το Stabat Mater, ενώ στο Ave, η Ann χρησιμοποεί τέσσερις γλώσσες κάνοντας όνειρα κόντρα σε μια μουντή πραγματικότητα. Το Irreelles είναι το πιο ενδιαφέρον ενορχηστρωτικά. Ανατολίτικα μοτίβα μιας βίαιης ποίησης συνδυάζονται με επίμονους ρυθμούς, παραδοσικά όργανα και ακραία φωνητικά. Σε παρόμοιο ύφος κινείται και το Pas Bo που κλείνει τον δίσκο, με τις άγριες δοξαριές στα τσέλα να συντροφεύουν το περήφανο ταξίδι της μοναχικής ψυχής.

Το Emoi είναι ένας δίσκος που δεν εξαντλείται στην πρώτη ακρόαση. Αν τα γαλλικά δεν σε τρομάζουν και είσαι έτοιμος να αφεθείς σε ένα ταραγμένο ταξίδι της καρδιάς και της ψυχής, προετοιμάσου...
Carbon 7, 2006
Read rest of entry

Monta - The Brilliant Masses

Μοιάζει πλέον ανώφελο να ανέβω το λόφο... δεν ανήκω σ' αυτή τη σκηνή, δεν ανήκω πουθενά... αλλά ακόμη κι όταν καταρρέουν τα πάντα, εσύ είσαι τα πάντα...

Ακόμη κι αν η φωνή του Monta (κατά κόσμον Tobias Kuhn) θυμίζει μελαγχολικό τοπίο, μια αχτίδα ελπίδας ξεπηδά από τα απαισιόδοξα τραγούδια του. Εξάλλου ποιός δεν θα' θελε να ξεκινά τη μέρα του ακούγοντας να του ψιθυρίζουν Good Morning Stranger ή να του τραγουδούν ένα φιλί για καληνύχτα (Kiss Goodnight) ;

Ηχογραφημένο μεταξύ Αυστρίας και Μονάχου, άλλοτε μόνο από τον ίδιο και άλλοτε έχοντας παρέα παλιούς φίλους, το Brilliant Masses αποτελεί τη δεύτερη δισκογραφική δουλειά του γερμανού Tobias Kuhn ως Monta. Πρώην τραγουδιστής και κιθαρίστας των Miles, εγκαινιάζει με τον δίσκο αυτό, τη συνεργασία του με τη βιεννέζικη Klein Records, γνωστής για τις ηλεκτρονικές της επιλογές.

Στα 11 τραγούδια του δίσκου, ο ήχος μεταβάλλεται ελάχιστα. Στίχοι που σε αιχμαλωτίζουν, ταξιδιάρικες και τεμπέλικες indie μελωδίες από γλυκά αργόσυρτες κιθάρες και μελαγχολικούς ρυθμούς στο πιάνο, τρυφερή και νωχελική pop ατμόσφαιρα, αποδεικνύουν πως ακόμη και το γκρίζο μπορεί να έχει πολλές ενδιαφέρουσες αποχρώσεις.

Από το ξεχωριστό Capitulate που ανοίγει τον δίσκο και κινείται σε πιο ενδιαφέροντα αρμονικά και ηχοχρωματικά μονοπάτια, στο φαινομενικά απλό αλλά επικίνδυνα ψυχαναλυτικό There's A Hole In Your Heart κι από τον πιο αισιόδοξο και εξωστρεφές Good Morning Stranger ως το Everything που με τη φωνή του Tobias να κινείται σε χαμηλότερες περιοχές, πετυχαίνει να αποδώσει όσο κανένα άλλο, με ένα απόλυτα μίνιμαλ τρόπο, τη μελαγχολία του δίσκου.

Θέματα όπως η μοναξιά, η αγάπη, η εμπιστοσύνη, η αμφιβολία, η απογοήτευση, ο συμβιβασμός, η διαρκής αναζήτηση, εμφανίζονται ξανά και ξανά, πακεταρισμένα σε διάφανες μελωδίες που τελικά επιτρέπουν στο φως να περάσει. Σαν μικροί καθρέφτες της ψυχής, τα τραγούδια του Brilliant Masses αποτελούν την ιδανική μουσική υπόκρουση για τις μελαγχολικές μέρες, που αναρωτιόμαστε γιατί όλα πάνε στραβά.

Δεν ξέρω αν θα λειτουργήσουν ψυχοθεραπευτικά...
Αξίζουν όμως να τους χαρίσουμε μια στιγμή...
Klein Records, 2007
Read rest of entry

Spyweirdos - Wetsound Orchestra

Μικρές σταγόνες νερού κυλάνε ανάμεσα σε συμπαγείς κρυστάλλινες μάζες. Περνάνε μέσα από ομιχλώδη και σκοτεινά ηχομονοπάτια αμυδρών τριξιμάτων, υπνωτιστικών βόμβων και λυρικών εγχόρδων για να συναντηθούν κάπου εκεί στο τέλος.

Αυτός είναι ο ηλεκτρονικός κόσμος του Spyweirdos ή Σπύρου Πολυχρονόπουλου, στο διπλό αυτό άλμπουμ. Μια ιδιαίτερα αξιόλογη κυκλοφορία, με εξαιρετική δουλειά στην παραγωγή και με τη συμμετοχή ονομάτων που έκαναν τα remixes στο δεύτερο cd, όπως οι Alva Noto, Funckarma, Gyro-Gyro, Peekay Tayloh, Traject, Mad EP, Octex, Ollie Olsen, Horchata, Fleischman και Murcof (που επιμελήθηκε το mastering του δίσκου).

Δέκα κομμάτια, άψογα δείγματα μιας ιδιόμορφης, σκοτεινής και ονειρικής electronica, που αν και σε κάποιες στιγμές μου θύμισαν τις Μεταστάσεις του Ι. Ξενάκη και το Poeme Electronique του E. Varese, τελικά με κέρδισαν με τον ιδιαίτερα αισθησιακό ήχο τους, ακροβατώντας μεταξύ ρομαντικού και απόκοσμου. Στοιχεία κατακερματισμένα και φαινομενικά ανεξάρτητα μεταξύ τους - clicks, διακριτικά beats, βόμβοι, κοφτερά breaks, τριξίματα, έγχορδα - αναπλάθονται και ενώνονται, σχηματίζοντας συμπαγείς μουσικές φόρμες και δίνοντας μια αίσθηση υγρής ρευστότητας.

Από το Fallen και το 3.5Εc που αναμειγνύουν απαλά έγχορδα με σκοτεινές ambient προσθήκες και χαλασμένους μικροήχους, το Innsbruck με το μουρμουρητό του τσέλου να ακούγεται μέσα από περιβαλλοντικούς βόμβους και απότομα breaks, το U που κινείται σε hip hop μονοπάτια με απότομα ρυθμικά ξεσπάσματα και καλυμμένους ήχους λέξεων, μέχρι το αργό και πανέμορφο Cellar με την αίσθηση της σταγόνας να τρέχει ανάμεσα από συστρεφόμενους ηλεκτρονικούς ήχους και ambient μελωδίες, το Wetsound Orchestra σου δίνει την αίσθηση πως στέκεσαι στο χείλος ενός ονείρου, έτοιμος να βουτήξεις...
Poeta Negra, 2006
Read rest of entry

5 Ιουνίου 2008

Rothko and Caroline Ros - a place between

Χρησιμοποιώντας τις χορδές του ηλεκτρικού μπάσου ως νήμα, ο Marc Beazley (ή αλλιώς Rothko), υφαίνει έναν μαγικό ιστό στο ‘A place between’. Το μπάσο είναι το βασικό όργανο του άλμπουμ. Στην πραγματικότητα οι Rothko δημιουργήθηκαν την άνοιξη του 1997, αρχικά ως bass trio. Το γκρουπ κυκλοφόρησε 3 άλμπουμ με την Lo Recordings και αρκετά singles με εταιρείες όπως οι Livid Meercat, Narwhal, Foundry, Kraak και Zeal Records.

Τον Ιούνιο του 2001 ο Marc Beazley, ιδρυτικό μέλος του γκρουπ, αποχώρησε από το σχήμα αλλά συνέχισε να φέρει το όνομα Rothko. Το πρώτο άλμπουμ που κυκλοφόρησε μετά την αποχώρησή του ήταν μια συνεργασία με τον Ιάπωνα ambient Susumu Yokota και την Lo Recordings. Το καλοκαίρι του 2003 δημιούργησε τη δική του δισκογραφική εταιρεία, την Trace Recordings, με πρώτη κυκλοφορία το άλμπουμ ‘Wish for a world without hurt’.

Τον Μάρτιο του 2005 ο Beazley συνεργάζεται με την Caroline Ross στο ‘A place between’.
Ένα άλμπουμ δομημένο πάνω στο μπάσο του Beazley, τη μαγική φωνή της Caroline Ross
και τη δεξιοτεχνία της στο φλάουτο, την ηλεκτρική και ακουστική κιθάρα.

Το στυλ της Ross είναι μοναδικό. Η φωνή της, ζεστή και απόμακρη, απατηλή και οικεία, «εξανθρωπίζει» το ατσάλινο, ψυχρό χτύπημα της χορδής του μπάσου. Δύσκολα θα χαρακτήριζε κάποιος το ‘A place between’ μονοδιάστατο, παρά τον μίνιμαλ χαρακτήρα του, καθώς το ενδιαφέρον συντηρείται με τις αντιθέσεις μεταξύ καλοζυγισμένων παύσεων και βουερών περασμάτων της κιθάρας και του μπάσου. Ο πυκνός και βαλτώδης ήχος του μπάσου στο ‘Traces of elements’, μοιάζει αρχικά κλειστοφοβικός. Γρήγορα όμως διαχέεται με την είσοδο των φωνητικών της Ross. Ακολουθεί το ‘Divided lines’ ένας σκοτεινός συνδυασμός δυναμικών φωνητικών και επιθετικού πιάνου. Με το ουρλιαχτό της φυσαρμόνικας ανοίγει το ‘Bow’, ενώ στο ‘Even the blank leaf’ η απόκοσμη φωνή της Ross και το τρέκλισμα των χορδών του μπάσου του Beazley συνθέτουν ένα μυστηριώδες σκηνικό. Η πιο ονειρική πλευρά του άλμπουμ έρχεται στην επιφάνεια με το ‘An open breath’, το ‘The only way out is through’ και κυρίως με το ‘The northern lights’, όπου οι νότες του πιάνου ηχούν σαν λεπτεπίλεπτα πασπαλίσματα πάνω στη ζεστή, ψιθυριστή φωνή της Ross. Το ύφος του άλμπουμ είναι γαλήνιο και ήρεμο. Αν και ο μινιμαλισμός κυριαρχεί, το πάθος ξεπηδάει μέσα από τις αντιθέσεις που δημιουργούν οι μετέωρες μελωδικές γραμμές του μπάσου, οι κωδωνισμοί των συγχορδιών του πιάνου, η «στοιχειωμένη» κιθάρα της Ross και η λιτή φωνή της, σχίζοντας έτσι τη φαινομενική μονοχρωμία. Όπως σε έναν πίνακα του Rothko.

Ιστορίες μυστηρίου, μύθοι και μηχανορραφίες
παίρνουν τον ακροατή σε ένα μελαγχολικό, βροχερό ταξίδι...
Lo Recordings, 2005
Read rest of entry

3 Ιουνίου 2008

M83 - Saturdays = Youth

Μόλις έχω καλωδιωθεί με το ipod μου και σταματώ τη ροδέλα στον νέο δίσκο των M83, Saturdays = Youth, κατηφορίζοντας την Πανεπιστημίου (ναι, ο χρόνος είναι χρήμα, αλλά τελευταία διαπιστώνω πως τα αυτιά και το μυαλό μου λειτουργούν καλύτερα όταν περπατάω). Με τις πρώτες νότες όμως, κοκκαλώνω! Τι δουλειά έχουν εδώ οι New Order; Ψάχνοντας λίγο τα tracks κι αναγνωρίζοντας το single τους Couleurs, επιστρέφω στην αρχική κατάσταση ηρεμίας.

Βουτιά στην εφηβεία λοιπόν (και τη δική μου ταυτόχρονα) κι απενοχοποίηση των ΄80s με έναν νοσταλγικό, αγνό και παλιομοδίτικο τρόπο, μακριά από τις κιτς αναβιώσεις του.

Η ιδέα της χαμένης κι ένοχης εφηβείας, πάντα προσπαθούσε να αναδυθεί έστω και αθόρυβα, μέσα από τη μουσική του Γάλλου Anthony Gonzalez ή Μ83, είτε μέσα από το πρόσφατο ηλεκτρονικό shoegazing, Digital Shades, Vol. 1, είτε από τα παλιότερα ambient Dead Cities, Red Seas & Lost Ghosts και Before The Dawn Heals Us.

Σ’ αυτό το πέμπτο άλμπουμ όμως, ο Anthony κάνει πραγματική στροφή και ντύνεται την περσόνα ενός 15χρονου έφηβου, χαμένου στις ανασφάλειες αλλά και την ανυπομονησία της ηλικίας του, που περιμένει πως και πως τα Σαββατιάτικα πάρτυ (έχουμε μεταφερθεί στα ΄80ς είπαμε, όπου τα Σάββατα κυριαρχούν για κάθε τι απαγορευμένο), για να ανακαλύψει τα πάντα…φίλους, ποτά, drugs, ίσως και το Graveyard Girl… Στην κατασκευή της περσόνας αυτής, συμβάλλει σημαντικά ο ήχος του Ken Thomas (παραγωγού των Cocteau Twins, Suede, Clinic, Sigur Ros) και τα πασπαλισμένα με new wave χρυσόσκονη φωνητικά της Morgan Kibby (των Romanovs), που φέρνουν στο μυαλό την Elizabeth Fraser των Cocteau Twins, ενώ ο Ewan Pearson (παραγωγός των Tracey Thorn, Goldfrapp και Rapture), αποτελεί συνδετικό κρίκο με το σήμερα.

Η πόρτα στο εφηβικό πάρτυ ανοίγει με το You, Appearing, με την ατελείωτα επαναλαμβανόμενη μελωδία στο πιάνο και την στοιχειωμένη από τα ‘80ς άχνα της Morgan. Εκεί μας υποδέχονται οι Kim & Jessie με έναν ήχο που θυμίζει New Order και Tears For Fears. Στο ίδιο κλίμα κινείται και το instrumental Couleurs με τα αναλογικά synthesizers, κλέβοντας τη δόξα από το single Graveyard Girl, όπως και τα Skin Of The Night, Up και We Own The City, αποτελώντας γυαλάκια της ίδιας ντισκομπάλλας. Μόνο το Midnight Souls Still Remain φαντάζει παράταιρο, θυμίζοντας τα ηχητικά καρέ του Angelo Badalamenti στο Mulholland Drive.

To Saturdays = Youth λειτουργεί τελικά σαν χρονομηχανή που σε καλεί σε ταξίδια στις λεωφόρους των ατελείωτων εφηβικών ονείρων…

* άχρηστη πληροφορία: Σε απόσταση 12 περίπου εκατομμυρίων ετών φωτός από τη Γη, βρίσκεται ένας μεγάλος και όμορφος, σπειροειδής γαλαξίας,ο Μ

Mute, 2008

Read rest of entry

Emily Haines & The Soft Skeleton - knives don't have your back

«Γιατί είναι τόσο θλιμμένα τα τραγούδια σου;

Σε φαντάζομαι ξαπλωμένο στο κρεβάτι να ξεφυλλίζεις το βιβλίο της ζωής σου και να τραγουδάς τις ζωές που δεν έζησες...»

Σ’ αυτό το πρώτο προσωπικό της άλμπουμ, η Haines αφήνει πίσω το ρόλο της μοιραίας γυναίκας που υποδυόταν όταν ανέβαινε στη σκηνή με τους Metric και τους Brocen Social Scene, βγάζει το μακιγιάζ, ανάβει τσιγάρο και βυθίζεται σε σκέψεις.

Με φωνή τόσο απαλή που πολλές φορές μοιάζει άυλη, σαν σώμα χωρίς σάρκα αλλά τόσο διάφανο που σου επιτρέπει να δεις γυμνά τα συναισθήματα, μόνη σε ένα άδειο δωμάτιο χαιδεύει τα πλήκτρα του πιάνου της, που μοιάζουν κι αυτά τόσο αχνά, «σκελετωμένα», νανουρίζοντας ένα αόρατο ακροατήριο. Γίνεται ένα με το πιάνο της τραγουδώντας τους κύκλους της ζωής και της αγάπης κι αναρωτιέται σαν τα μικρά παιδιά που παίζουν πιασμένα χέρι χέρι :

“will we always be little kids running group to group, asking who loves me?”.

Τον μοναχικό χορό του πιάνου και της φωνής διακόπτουν διακριτικά τα μεστά έγχορδα του Tokai String Quartet , τα πλήκτρα του Chris Seligman (Stars) και τα κόρνα του Evan Cranley (Stars/Broken Social Scene), που μαζί με τις ενορχηστρωτικές ανάσες του κιθαρίστα Jimmy Shaw (Metric/Broken Social Scene), του μπασίστα Paul Dillon και του ντράμερ Scott Minor ( Sparkelhorse), τραβούν την Emily σε μια πιο γήινη διάσταση.

Κομμάτια όπως το Doctor Blind, το Nothing and Nowhere και το Crowd Surf Off a Cliff, αγκαλιάζουν τη θλίψη με τόσο δελεαστικό τρόπο, που σχεδόν σε ναρκώνουν.

11 μελαγχολικές κι αμακιγιάριστες συνθέσεις που ντύνουν στίχους φαινομενικά μηδενιστικούς, ισορροπώντας ανάμεσα στην παιδικότητα και τον κυνισμό. Ίσως όμως μέσα σ’αυτή την ανασφάλεια και αμφιβολία να κρύβεται τελικά η ομορφιά και η βαθύτερη γνώση πως όλα θα φτιάξουν...

Groenland Records, 2006

Read rest of entry

2 Ιουνίου 2008

The Notwist - The Devil, You + Me

«Πόσο καλός είσαι στο να λες ψέμματα;», σε ρώτησα.

«Ένα να θυμάσαι», μου είπες, «τα καλά ψέμματα πάντα κερδίζουν. Και μέχρι να βρούμε το καλύτερο, μπορούμε να μιμηθούμε την πραγματικότητα»

Η διαβολικά περίεργη αυτή φράση, μισοψιθυρισμένη από τη φωνή του Markus Acher και συνοδευόμενη από την επαναλαμβανόμενη κυκλική μελωδία της ακουστικής κιθάρας, είναι αδύνατο να μη σου τριβελίσει το μυαλό από τη στιγμή που θα βάλεις να παίξει το “Good Lies”, που ανοίγει το νέο άλμπουμ των Γερμανών Notwist.

Λες και θέλουν να ξορκίσουν έτσι την απουσία 6 χρόνων από το προηγούμενο LP τους, το εκπληκτικής αισθητικής “Neon Golden”, συνδυάζοντας ευάλωτη pop και ανήσυχη post rock, μέσα σε ένα electro πλαίσιο.

Το διάστημα της απουσίας τους βέβαια, ήταν δημιουργικό με άλλους τρόπους, αφού πειραματίστηκαν μέσα από διάφορα σχήματα (13 & God, Lali Puna, Tied & Tickled Trio, Ms. John Soda), συνεχίζοντας τις μουσικές αναζητήσεις. Kάτι που πάντα τους χαρακτήριζε, αφού ξεκίνησαν ως hardcore punk μπάντα κάπου κοντά στο Μόναχο για να αρχίσουν σταδιακά να υιοθετούν στοιχεία indie-pop με electronica, μιξαρισμένα με αριστοτεχνικό τρόπο.

Ο συνεχής αυτό διάλογος με το hard rock παρελθόν και των έντονων πειραματισμών, και οι αναμνήσεις από τους πέντε προηγούμενους δίσκους είναι εμφανείς και στο νέο άλμπουμ, αφήνοντας το αποτύπωμα μιας κατασταλαγμένης μπάντας, που συνεχίζει να σε κερδίζει με την αφοπλιστική απλότητα και ειλικρίνειά της. Αυτό που ίσως να είναι λίγο διαφορετικό εδώ, είναι ο έντονος indie χαρακτήρας, αναμεμειγμένος με απαλές ηλεκτρονικές λάμψεις, σκοτεινά folk στοιχεία και post punk ψήγματα (“Gravity”). Από το “Where In The World” (που κατά τη γνώμη μου είναι η πιο ενδιαφέρουσα στιγμή του δίσκου, με τη συμμετοχή της jazz Andromeda Mega Express Orchestra) με την περίεργη μίξη έγχορδων, χάλκινων πνευστών, τσέμπαλου και ηλεκτρονικών, στην pop bossa nova του “Gloomy Planets” κι από το δαιμονισμένο “Alphabet” στο αισθησιακά όμορφο “Hands on us”, η φωνή και οι κιθάρες σιγά σιγά σβήνουν, αφήνοντας τις τελευταίες νότες του πιάνου να αιωρούνται… “Gone, Gone, Gone”.

Και τότε διαπιστώνεις πως κάτι σου λείπει…repeat…

“Let’s just imitate the real until we find a better one, remember the good lies win”
CitySlang / Domino (USA), 2008
Read rest of entry

29 Μαΐου 2008

Ólafur Arnalds - Variations of Static

Πως μοιάζει άραγε να ξυπνάς από τις λιγοστές αντανακλάσεις του ήλιου πάνω στα ατελείωτα παγωμένα τοπία; Πως είναι να αντικρύζεις καθημερινά τις γκρι αποχρώσεις του ουρανού, λαχταρώντας λίγο μπλε; Τι χρώματα έχουν τα όνειρά σου όταν είσαι μόλις 21 και ζεις σε ένα προάστειο της Ισλανδίας;

Όσο κι αν θα περίμενε κανείς πως τα επαναλαμβανόμενα παγωμένα Ισλανδικά τοπία δεν αποτελούν τροφή για τη φαντασία και τη μουσική δημιουργία, το ψυχογράφημα της μουσικής του Ólafur Arnalds αποδεικνύει αντίθετο. Ακολουθώντας το παράδειγμα των Sigur Rós και Jóhann Jóhannsson και παρά το ότι είναι μόλις εικοσιενός, δημιουργεί μουσική απίστευτου συναισθηματικού βάθους, αγγίζοντας τα μύχια της ψυχής σου. Τα κομμάτια του αποτελούν ένα κράμα νεοκλασσικισμού και ambient με indie rock και progressive post-rock αισθητική. Κι ο ίδιος όμως είναι ένα συνονθύλευμα μουσικών ειδών, αφού από τα 5 του ακολούθησε κλασικές σπουδές (παίζει πιάνο, κιθάρα, ντραμς και μια σειρά από άλλα όργανα, ενώ σπουδάζει σύνθεση στην Icelandic Academy of Arts), ενώ αργότερα μυήθηκε στην punk/hardcore σκηνή της Ισλανδίας (συμμετέχει ως ντράμερ στους Fighting Shit και Celestine).

Στο εντυπωσιακό ντεμπούτο άλμπουμ του “Eulogy For Evolution” (2007), μεταφέρει τον ακροατή σε ένα μελαγχολικό ταξίδι στα στάδια της ανθρώπινης ύπαρξης με επικό τρόπο, μεταπηδώντας από το ένα συναίσθημα στο άλλο, μέσα από τα εκφραστικά μοτίβα του πιάνου, τις μεγαλειώδεις εξάρσεις των εγχόρδων και τις ξαφνικές post-rock αναφορές της κιθάρας (“3704_3837”). Σ’ αυτό διαφοροποιείται το “Variations Of Static”, κάνοντας μεγαλύτερη χρήση ηλεκτρονικών κι έχοντας έναν πιο αργό, λιτό και μινιμαλιστικό χαρακτήρα. Ο τρόπος που οικοδομεί τη μουσική του ο Arnalds, είναι κι εδώ αριστουργηματικός και οι συνθέσεις του μοιάζουν να πατινάρουν απαλά στον πάγο με τρόπο τόσο φυσικό και ήρεμο, σχηματίζοντας συμμετρικούς κύκλους και δαντελένια σχήματα όμοια με αυτά των νιφάδων του χιονιού. Η αχνή φωνή ενός ξεψυχισμένου υπολογιστή, που παίζει το ρόλο του αφηγητή (“Vi Vorum Sma…”, “Himininn Er A Hrynja, En Stjornurnar Fara Per Vel”), ντύνεται τρυφερά με έγχορδα που μοιάζουν να έχουν δραπετεύσει από άλλες εποχές (“Haust”) και αποκρυσταλλωμένες μελωδίες στο πιάνο, στολισμένες με ηλεκτρονικά ψήγματα, δημιουργώντας πανέμορφες εικόνες, που σε καμιά περίπτωση δεν θυμίζουν τις στατικές μάζες πάγου του Ισλανδικού τοπίου, αλλά κινούνται γαλήνια αποκαλύπτοντας ποικιλόμορφους λαμπερούς ηχητικούς κρυστάλλους που μεταλλάσσονται συνεχώς και σε μεταφέρουν σε ταξίδια ανυπέρβλητης ομορφιάς.
Erased Tapes Records, 2008

Read rest of entry
 

inside a deer Copyright © 2009 Black Nero is Designed by Ipietoon Sponsored by Online Business Journal