Πως μοιάζει άραγε να ξυπνάς από τις λιγοστές αντανακλάσεις του ήλιου πάνω στα ατελείωτα παγωμένα τοπία; Πως είναι να αντικρύζεις καθημερινά τις γκρι αποχρώσεις του ουρανού, λαχταρώντας λίγο μπλε; Τι χρώματα έχουν τα όνειρά σου όταν είσαι μόλις 21 και ζεις σε ένα προάστειο της Ισλανδίας;
Όσο κι αν θα περίμενε κανείς πως τα επαναλαμβανόμενα παγωμένα Ισλανδικά τοπία δεν αποτελούν τροφή για τη φαντασία και τη μουσική δημιουργία, το ψυχογράφημα της μουσικής του Ólafur Arnalds αποδεικνύει αντίθετο. Ακολουθώντας το παράδειγμα των Sigur Rós και Jóhann Jóhannsson και παρά το ότι είναι μόλις εικοσιενός, δημιουργεί μουσική απίστευτου συναισθηματικού βάθους, αγγίζοντας τα μύχια της ψυχής σου. Τα κομμάτια του αποτελούν ένα κράμα νεοκλασσικισμού και ambient με indie rock και progressive post-rock αισθητική. Κι ο ίδιος όμως είναι ένα συνονθύλευμα μουσικών ειδών, αφού από τα 5 του ακολούθησε κλασικές σπουδές (παίζει πιάνο, κιθάρα, ντραμς και μια σειρά από άλλα όργανα, ενώ σπουδάζει σύνθεση στην Icelandic Academy of Arts), ενώ αργότερα μυήθηκε στην punk/hardcore σκηνή της Ισλανδίας (συμμετέχει ως ντράμερ στους Fighting Shit και Celestine).
Στο εντυπωσιακό ντεμπούτο άλμπουμ του “Eulogy For Evolution” (2007), μεταφέρει τον ακροατή σε ένα μελαγχολικό ταξίδι στα στάδια της ανθρώπινης ύπαρξης με επικό τρόπο, μεταπηδώντας από το ένα συναίσθημα στο άλλο, μέσα από τα εκφραστικά μοτίβα του πιάνου, τις μεγαλειώδεις εξάρσεις των εγχόρδων και τις ξαφνικές post-rock αναφορές της κιθάρας (“3704_3837”). Σ’ αυτό διαφοροποιείται το “Variations Of Static”, κάνοντας μεγαλύτερη χρήση ηλεκτρονικών κι έχοντας έναν πιο αργό, λιτό και μινιμαλιστικό χαρακτήρα. Ο τρόπος που οικοδομεί τη μουσική του ο Arnalds, είναι κι εδώ αριστουργηματικός και οι συνθέσεις του μοιάζουν να πατινάρουν απαλά στον πάγο με τρόπο τόσο φυσικό και ήρεμο, σχηματίζοντας συμμετρικούς κύκλους και δαντελένια σχήματα όμοια με αυτά των νιφάδων του χιονιού. Η αχνή φωνή ενός ξεψυχισμένου υπολογιστή, που παίζει το ρόλο του αφηγητή (“Vi Vorum Sma…”, “Himininn Er A Hrynja, En Stjornurnar Fara Per Vel”), ντύνεται τρυφερά με έγχορδα που μοιάζουν να έχουν δραπετεύσει από άλλες εποχές (“Haust”) και αποκρυσταλλωμένες μελωδίες στο πιάνο, στολισμένες με ηλεκτρονικά ψήγματα, δημιουργώντας πανέμορφες εικόνες, που σε καμιά περίπτωση δεν θυμίζουν τις στατικές μάζες πάγου του Ισλανδικού τοπίου, αλλά κινούνται γαλήνια αποκαλύπτοντας ποικιλόμορφους λαμπερούς ηχητικούς κρυστάλλους που μεταλλάσσονται συνεχώς και σε μεταφέρουν σε ταξίδια ανυπέρβλητης ομορφιάς.
Όσο κι αν θα περίμενε κανείς πως τα επαναλαμβανόμενα παγωμένα Ισλανδικά τοπία δεν αποτελούν τροφή για τη φαντασία και τη μουσική δημιουργία, το ψυχογράφημα της μουσικής του Ólafur Arnalds αποδεικνύει αντίθετο. Ακολουθώντας το παράδειγμα των Sigur Rós και Jóhann Jóhannsson και παρά το ότι είναι μόλις εικοσιενός, δημιουργεί μουσική απίστευτου συναισθηματικού βάθους, αγγίζοντας τα μύχια της ψυχής σου. Τα κομμάτια του αποτελούν ένα κράμα νεοκλασσικισμού και ambient με indie rock και progressive post-rock αισθητική. Κι ο ίδιος όμως είναι ένα συνονθύλευμα μουσικών ειδών, αφού από τα 5 του ακολούθησε κλασικές σπουδές (παίζει πιάνο, κιθάρα, ντραμς και μια σειρά από άλλα όργανα, ενώ σπουδάζει σύνθεση στην Icelandic Academy of Arts), ενώ αργότερα μυήθηκε στην punk/hardcore σκηνή της Ισλανδίας (συμμετέχει ως ντράμερ στους Fighting Shit και Celestine).
Στο εντυπωσιακό ντεμπούτο άλμπουμ του “Eulogy For Evolution” (2007), μεταφέρει τον ακροατή σε ένα μελαγχολικό ταξίδι στα στάδια της ανθρώπινης ύπαρξης με επικό τρόπο, μεταπηδώντας από το ένα συναίσθημα στο άλλο, μέσα από τα εκφραστικά μοτίβα του πιάνου, τις μεγαλειώδεις εξάρσεις των εγχόρδων και τις ξαφνικές post-rock αναφορές της κιθάρας (“3704_3837”). Σ’ αυτό διαφοροποιείται το “Variations Of Static”, κάνοντας μεγαλύτερη χρήση ηλεκτρονικών κι έχοντας έναν πιο αργό, λιτό και μινιμαλιστικό χαρακτήρα. Ο τρόπος που οικοδομεί τη μουσική του ο Arnalds, είναι κι εδώ αριστουργηματικός και οι συνθέσεις του μοιάζουν να πατινάρουν απαλά στον πάγο με τρόπο τόσο φυσικό και ήρεμο, σχηματίζοντας συμμετρικούς κύκλους και δαντελένια σχήματα όμοια με αυτά των νιφάδων του χιονιού. Η αχνή φωνή ενός ξεψυχισμένου υπολογιστή, που παίζει το ρόλο του αφηγητή (“Vi Vorum Sma…”, “Himininn Er A Hrynja, En Stjornurnar Fara Per Vel”), ντύνεται τρυφερά με έγχορδα που μοιάζουν να έχουν δραπετεύσει από άλλες εποχές (“Haust”) και αποκρυσταλλωμένες μελωδίες στο πιάνο, στολισμένες με ηλεκτρονικά ψήγματα, δημιουργώντας πανέμορφες εικόνες, που σε καμιά περίπτωση δεν θυμίζουν τις στατικές μάζες πάγου του Ισλανδικού τοπίου, αλλά κινούνται γαλήνια αποκαλύπτοντας ποικιλόμορφους λαμπερούς ηχητικούς κρυστάλλους που μεταλλάσσονται συνεχώς και σε μεταφέρουν σε ταξίδια ανυπέρβλητης ομορφιάς.
Erased Tapes Records, 2008